BREAKING NEWS
latest

Η Θεολογία για τους Έλληνες και η σχέση της με τους Πλατωνικούς διαλόγους (Μέρος Δ)

Συνέχεια από το (Γ Μέρος)


Ανεβαίνοντας ένα ακόμη επίπεδο, το ίστατο, βρίσκεται η πέμπτη μορφή γνώσης, η οποία επαινείται από τους θεολόγους των Ελλήνων που συνηθίζουν να επαινούν την γνώση που βρίσκεται πάνω από τον νου και να την κατονομάζουν ως μια μανία αληθινά ένθεη – βλέπε και «Συμπόσιο, 218.b» αλλά και «Φαίδρο, 245.b-c».

 Και λένε ότι αυτή είναι το «Ένα» της ψυχής και ότι δεν διεγείρει πλέον την νοητική δύναμη της ψυχής αλλά συνδέει την ψυχή άμεσα με το Ένα. Γιατί τα πάντα αναγνωρίζονται από το όμοιό τους : το αισθητό από το αισθητό, το επιστητό από την επιστήμη, το νοητό από τον νου, το Ένα από το ενιαίο. Γιατί, όπως είπαμε, όταν η ψυχή νοεί ακόμα, γνωρίζει τον εαυτό της και επίσης γνωρίζει μέσω της επαφής όσα νοεί. Όταν όμως υπερ-νοεί, αγνοεί και τον εαυτό της και εκείνα, και απολαμβάνει την ηρεμία που της παρέχει η σύνδεσή της με το Ένα, κλείνοντας τα όμματα στις γνώσεις, μένοντας άφωνη και σιωπηλή με μία εσωτερική σιωπή. Γιατί πως αλλιώς μπορεί να συνδεθεί με εκείνο που είναι το πιο ανέκφραστο από όλα, αν όχι κοιμίζοντας τους λόγους που έχει εντός της ;; Γίνεται, λοιπόν, Ένα για να ορά το Ένα ή ορθά για να μην ορά το Ένα. Γιατί όταν ορά, θα δει το νοητό Ένα και ότι το Ένα που βρίσκεται πάνω από τον Νου, και θα νοήσει κάποιο Ένα και όχι το «αὐτοέν». Όταν, λοιπόν, πραγματοποιεί αυτή την όντως θεϊκή ενέργεια της η ψυχής και πιστέψει μόνο στον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή στο «άνθος του νου», και εξασφαλίσει στον εαυτό του μια ηρεμία όχι μόνο από τις εξωτερικές κινήσεις αλλά και από τις εσωτερικές και γίνει θεός όσο αυτό είναι δυνατόν στην ψυχή, τότε μόνο θα γνωρίσει όπως γνωρίζουν ου Θεοί τα πάντα με τρόπο άρρητο.

Έτσι, λοιπόν, περισσότερο από ποτέ τώρα ας απορρίψουμε τις πολυειδής γνώσεις και ας εκδιώξουμε από εμάς καθετί της ζωής και, αφού βρεθούμε σε ηρεμία από όλα, ας έρθουμε κοντά στο αίτιο των πάντων. Ας υπάρχει σε εμάς όχι μόνον ηρεμία σκέψης και δοξασίας αλλά και καθησύχαση των παθών μας, τα οποία μας εμποδίζουν στην ανοδική μας ορμή προς το πρώτο, και ας είναι ήσυχος και ο αήρ και ήσυχο κι αυτό το Σύμπαν. Όλα με ατρεμή δύναμη προς την του αρρήτου μετουσίαν εμάς ας ανεβάζουν. Και αφού σταθούμε εκεί και ξεπεράσουμε το εν ημίν νοητό, και αφού με τα όμματα κλισμένα προσκυνήσουμε τον ανατέλλοντα Ήλιο – γιατί δεν επιτρέπεται να τον κοιτάξουμε κατευθείαν ούτε εμείς ούτε και κανένα άλλο από τα όντα -  και δούμε τον Ήλιο του φωτός των νοητών θεών να εμφανίζεται «εξ Ωκεανού βαθυρρόου» όπως λέγει ο και ο Όμηρος στην ραψωδία Η’ σ. 422 της Ιλιάδος, και αφού πάλι από τη ένθεη αυτή γαλήνη κατέβουμε στον νου και από τον νου χρησιμοποιήσουμε τους λογισμούς της ψυχής, ας πούμε στους εαυτούς μας υπεράνω ποιών όντων θεωρήσαμε [κοιτάξαμε] ξεχωριστό τον Πρώτο Θεό. Και ας τον υμνήσουμε περίπου, όχι λέγοντας ότι έδωσε υπόσταση στον ουρανό και στην γη ούτε ότι έδωσε υπόσταση στις ψυχές και στην δημιουργία όλων των ζώων. Γιατί και σε αυτά έδωσε, αλλά στην τελευταία βαθμίδα. Πριν όμως από αυτά ότι εμφάνισε όλο το νοητό γένος των θεών και όλο το νοητικό και όλους τους υπερκόσμιους και εγκόσμιους θεούς, και ότι είναι ο θεός όλων των θεών και ότι είναι η Ενάδα των ενάδων και ότι είναι υπεράνω των πρώτων αδύτων και ότι είναι πιο άρρητος από κάθε σιωπή και ότι είναι πιο άγνωστος από κάθε ύπαρξη, ιερός κρυμμένος μέσα στους ιερούς νοητούς θεούς. Και μετά από αυτά, αφού κατέβουμε από την νοητική εξύμνηση στους λογισμούς και προβάλουμε την αδιάψευστο γνώση της διαλεκτική επιστήμης, ας εξετάσουμε, ακολουθώντας τη θέαση των πρώτων αιτιών, πως είναι ξεχωριστός υπεράνω όλων ο πρωταρχικός θεός. Και μέχρι αυτή την διαλεκτική ας γίνει η κάθοδος. Γιατί και από εκεί είναι δυνατόν να περάσουμε προς εκείνα και πάλι. Είναι, λοιπόν, κατόρθωμα να βρούμε τον δημιουργό του Κόσμου, όπως λέει ο Πλάτων στον «Τίμαιο». Γιατί, καθώς η εύρεση είτε προχωρά από τα πρώτα  με βάση την επιστήμη είτε οδεύει από τα κατώτερα με βάση την ανάμνηση, την εύρεση από τα πρώτα θα μπορούσες να την πεις δύσκολη, επειδή η εύρεση των ενδιάμεσων δυνάμεων απαιτεί την κορυφαία μελέτη, ενώ η εύρεση από τα κατώτερα είναι πολύ πιο δύσκολη από αυτήν. Γιατί, αν πρόκειται να δούμε από τα κατώτερα την ουσία του δημιουργού και τις καθολικές του δυνάμεις, πρέπει να παρατηρήσουμε ολόκληρη τη φύση όσων εδώ κάτω έχουν γεννηθεί από αυτόν και όλους τους ορατούς τομείς του Κόσμου και τις αόρατες φυσικές δυνάμεις μέσα σε αυτόν, με βάση τις οποίες έχει λάβει υπόσταση η Φιλότητα και το Νείκος μεταξύ των μερών του Κόσμου. Και πριν από αυτές, πρέπει να παρατηρήσουμε τις σταθερές φυσικές λογικές αρχές και τις ίδιες της φύσεις, τις πιο καθολικές και τις ποιο μερικές, τις άυλες και τις υλικές, τις θεϊκές, τις δαιμονικές και αυτές των θνητών ζώων. Επιπλέον, πρέπει να παρατηρήσουμε τα γένη που υπάγονται στην ζωή, τα αΐδια και τα θνητά, τα άχραντα και τα υλικά, τα καθολικά και τα μερικά, τα λογικά και τα άλογα, καθώς και τα ανώτερα από εμάς συμπληρώματα, με τα οποία έχει συνδεθεί ολόκληρο το διάστημα ανάμεσα στους θεούς και στη θνητή φύση, και όλες τις ψυχές και τα διάφορα πλήθη των θεών σε κάθε τομέα του σύμπαντος, και τις άρρητες και ρητές σφραγίδες του κόσμου, με τις οποίες ο Κόσμος συνδέεται με τον πατέρα. Γιατί αυτός που χωρίς αυτά σπεύδει προς την ενατένιση του δημιουργού είναι ατελέστερος από την νόηση του πατέρα. Τίποτα, όμως, ατελές δεν επιτρέπεται να συνδεθεί με το απολύτως τέλειο.

Ο θεολόγος λοιπόν, κατά τον Πλάτωνα και για εμάς που ακολουθούμε τον Πλάτωνα, είναι τέτοιος και η θεολογία μία τέτοια έξη, η οποία φανερώνει την ίδια την ύπαρξη των θεών και διακρίνει το άγνωστο και ενιαίο φως τους από την ιδιότητα όσων μετέχουν σε αυτούς, και παρατηρεί και αναγγέλλει στους άξιους αυτή τη μακάρια ενέργεια, η οποία παρέχει όλα μαζί τα αγαθά. Μετά από αυτά ας ξεχωρίσουμε και τους τρόπους με τους οποίους ο Πλάτων μας εξηγεί τα μυστικά νοήματα για τους θεούς. Γιατί δεν αναπτύσσει τη διδασκαλία του για τα θεία παντού με τον ίδιο τρόπο, αλλά άλλοτε με ένθεη έμπνευση και άλλοτε με την διαλεκτική αναπτύσσει την αλήθεια για αυτά, άλλοτε δηλώνοντας συμβολικά της άρρητες ιδιότητες τους και άλλοτε ανατρέχοντας από τις εικόνες στους θεούς και ανακαλύπτοντας σε αυτούς τις πρωταρχικές αιτίες των πάντων.

Στον «Φαίδρο, 238.d» γενόμενος νυμφόληπτος την ανθρώπινη νόηση με την  κρείττονα μανία αλλάζει, με ένθεο στόμα εκθέτει πολλά απόρρητα δόγματα για τους νοητικούς θεούς όπως επίσης πολλά και για τους απόλυτους [ανεξάρτητους] ηγεμόνες, οι οποίοι το πλήθος των εγκόσμιων θεών αναβιβάζουν στης νοητές και χωριστές από όλες μονάδες, και ακόμη περισσότερο από τους ίδιους τους θεούς που έχουν μοιράσει τον Κόσμο, εξυμνώντας της νοήσεις τους και τις δημιουργίες που προκαλούν μέσα στον Κόσμο και την άχραντη πρόνοια τους και την διακυβέρνηση τους πάνω στις ψυχές και σε όσα άλλα παραδίδει ο Σωκράτης σε εκείνα τα σημεία με ένθεη έμπνευση, όπως ο ίδιος ξεκάθαρα λέει, και μάλιστα αποδίδοντας στους τοπικούς θεούς την αυτή μανία [έκσταση].

Ο Πλάτων στον «Σοφιστή» εξάλλου συζητώντας διαλεκτικά για το ΟΝ και τη χωριστή υπόσταση του Ενός από τα όντα και διατυπώνοντας απορίες προς τους παλιότερους, αποδεικνύει πώς όλα τα όντα είναι εξαρτημένα από την αιτία τους και από το πρώτο ΟΝ, και πως το ίδιο το ΟΝ μετέχει στην ξεχωριστή από όλα Ενάδα, και ότι το ΟΝ έχει δεχτεί την σφραγίδα του Ενός και δεν είναι το απόλυτο Ένα, καθώς είναι πιο υποβιβασμένο από το Ένα και είναι ενοποιημένο, χωρίς όμως να είναι πρωταρχικά Ένα. Το ίδιο πάλι και στον «Παρμενίδη» τις προόδους του Όντος από το Ένα και την υπεροχή του Ενός την παρουσιάζει διαλεκτικά από τις πρώτες συζητούμενες υποθέσεις και, όπως ο ίδιος λέει εκεί, με την τελειότατη διαίρεση αυτής της μεθόδου.

Αλλά όμως και στον «Γοργία, 523.a» για τους τρείς δημιουργούς και για την δημιουργική διανομή μεταξύ τους λέγοντας ένα μύθο, ο οποίος δεν είναι μόνο «μύθος αλλά και Λόγος», και στο «Συμπόσιο» για την ένωση του έρωτα, και στον «Πρωταγόρα» για την διευθέτηση  των θνητών ζωών από τους θεούς, με τον συμβολικό τρόπο κρύβει την αλήθεια για τους θεούς και μέχρι το επίπεδο μιας απλής ένδειξης παρουσιάζει τη πρόθεσή του στους γνησιότερους από τους ακροατές του. Αλλά δεν θα μείνουμε μόνο σε αυτά, θα αναφέρουμε και την διδασκαλία μέσω των μαθηματικών και τη διαπραγμάτευση για τους θεούς μέσω των ηθικών και των φυσικών λόγων, τέτοια μπορούμε να δούμε πολλά στον «Τίμαιο» στον, στον «Πολιτικό» και πολλά άλλα στους άλλους διαλόγους σκορπισμένα. Γιατί όλα ατά απεικονίζουν τις δυνάμεις των θεών. Ο «Πολιτικός» για παράδειγμα απεικονίζει την δημιουργία στον ουρανό, τα σχήματα των πέντε στοιχείων τα οποία έχουν αναλυθεί στις γεωμετρικές σχέσεις απεικονίζουν όλες τις τάξεις των θεών. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι και τις πολιτείες τις οποίες συγκροτεί, τις συγκροτεί απεικονίζοντας τα θεία και ολόκληρο τον Κόσμο και τις δυνάμεις μέσα σε αυτόν. Όλα λοιπόν αυτά μέσω της ομοιότητας που έχουν τα εδώ εγκόσμια προς τα θεία μας υποδεικνύουν τις προόδους, τις βαθμίδες εκείνων μέσω εικόνων. Οι τρόποι λοιπόν της θεολογικής διδασκαλίας του Πλάτωνα είναι αυτοί περίπου και είναι φανερό από όσα έχουν ειπωθεί ότι είναι αναγκαίο να είναι στον αριθμό τόσοι. Γιατί μιλούν για τα θεία με ενδείξεις, μιλούν ή συμβολικά και μυθικά ή με εικόνες, ενώ όσοι απροκάλυπτα αναγγέλλουν τις σκέψεις τους, άλλοι κατά επιστήμη και άλλοι κατά την εκ θεών επίπνοια. Ο τρόπος που δηλώνει με σύμβολα ο Πλάτων είναι ορφικός και γενικά οικείος με όσους γράφουν τις μυθολογίες για τους θεούς. Ο τρόπος με εικόνες είναι πυθαγόρειος, επειδή και από τους πυθαγόρειους έχουν εφευρεθεί τα μαθηματικά για την ανάμνηση των θείων και μέσω αυτών, σαν να είναι εικόνες, επιχειρούσαν να μεταβούν σε εκείνα. Γιατί και τους αριθμούς και τα σχήματα τα ανήγαγε στους θεούς. Ο άλλος τρόπος, ο οποίος με ένθεη επίπνοια αποκαλεί αυτούσια την ίδια την αλήθεια των θεών, εμφανίζεται κυρίως στις ανώτερες βαθμίδες μυσταγωγών. Γιατί δεν θεωρούν αυτοί άξιο μέσα σε κάποια παραπετάσματα βέβαια να παρουσιάσουν στους μαθητές τους τις θεϊκές βαθμίδες και τις ιδιότητες τους, αλλά αναγγείλουν τις δυνάμεις και τους αριθμούς που βρίσκονται μέσα στους θεούς, κινούμενοι από τους ίδιους τους θεούς. Ο τρόπος εξάλλου της επιστήμης είναι ιδιαίτερος της Σωκρατικής φιλοσοφίας. Γιατί και τη βαθμιαία πρόοδο των θεϊκών γενών και τη μεταξύ τους διαφορά και τις κοινές ιδιότητες όλων των Κόσμων και τις ξεχωριστές καθενός μόνο ο Πλάτων επιχείρησε και να διακρίνει και να τακτοποιήσει, όπως πρέπει.

Ο Πλάτων δεν αποδέχτηκε ολόκληρη τη δραματουργία των μυθικών δημιουργημάτων, αλλά όποιο μέρος της «έχει σαν στόχο το ωραίο και το αγαθό», όπως λέγει στην «Πολιτεία, 462.a», και δεν είναι ασύμφωνο με τη θεία υπόσταση.

Γιατί ο τρόπος της μυθολογίας είναι αρχαίος και, δηλώνοντας με υπονοούμενα τα θεία και απλώνοντας πολλά παραπετάσματα μπροστά από την αλήθεια και απεικονίζοντας τη φύση, η οποία προβάλλει τα αισθητά δημιουργήματα των νοητών και τα υλικά των άυλων και τα διαιρετά των αδιαιρέτων, κατασκευάζει είδωλα των αληθινών όντων και ψεύτικα όντα. Επειδή βέβαια οι παλαιοί ποιητές θεωρούσαν καλό να ανασυνθέτουν πιο τραγικά τις μυστικές γνώσεις για τους θεούς και για αυτό δημιούργησαν απάτες των θεών, ακρωτηριάσεις, πολέμους, αλληλοσπαραγμούς, αρπαγές, μοιχείες και πολλά άλλα τέτοια σύμβολα της κρυμμένης σε αυτά αλήθειας για τα θεία, ο Πλάτων αποποιείται αυτόν τον τρόπο της μυθολογίας και υποστηρίζει, πολύ σωστά όπως έχουμε εξηγήσει, ότι είναι εντελώς ακατάλληλος για την εκπαίδευση των νέων, ενώ συμβουλεύει η δημιουργία των διηγήσεων για τους θεούς με την μορφή μύθου να γίνεται με έναν τρόπο πιο ταιριαστό στην αλήθεια και πιο οικείο στην φιλοσοφική έξη. Αυτές οι διηγήσεις θα πρέπει να θεωρούν και να δεικνύουν πασιφανώς ότι το θείο είναι υπαίτιο όλων των αγαθών και κανενός κακού, ότι δεν μετέχει σε καμία μεταβολή διατηρώντας πάντοτε αμετάβλητη τη δική του σειρά, και ότι, έχοντας συμπεριλάβει εκ των προτέρων εντός του την πηγή της αλήθειας, δεν θα γίνεται αίτιο καμίας απάτης για τα άλλα. Τέτοια λοιπόν πρότυπα για την θεολογία ο Σωκράτης στην «Πολιτεία» υπέδειξε.

Όλοι λοιπόν οι μύθοι του Σωκράτη  στην πλατωνική «Πολιτεία» διαφυλάσσουν την αλήθεια απόρρητη, χωρίς όμως να έχουν την εξωτερική μορφή τους ασύμφωνη από την αδίδακτη και αδιάφθορη προ-αντίληψη [γνώση με μορφή μνήμης], η οποία υπάρχει εκ φύσεως μέσα μας, αλλά μεταφέρουν μια εικόνα της συγκρότησης του Κόσμου, στην οποία και το φαινόμενο κάλος [ορατή ομορφιά] είναι ταιριαστό ,ε τον θεό και η ποιο θεϊκή από αυτήν έχει εδραιωθεί μέσα στις αφανείς ζωές και δυνάμεις των θεών.

Αφού λοιπόν απαριθμήσαμε όλους αυτούς τους τρόπους της Πλατωνικής θεολογίας και έχουμε αναφέρει ποιες πρέπει να είναι οι συνθέσεις και οι αναλύσεις των μύθων για την αλήθεια των θεών, ας περιοριστεί λοιπόν αυτή η εξέταση σε αυτά. Ας εξετάσουμε όμως εκτός από αυτά από πού και από ποιους διαλόγους κυρίως πρέπει να συλλεχτούν οι απόψεις του Πλάτωνα για τους θεούς, και ποια πρότυπα έχοντας στο νου θα μπορέσουμε να κρίνουμε τα γνήσια και τα νόθα από όσα αποδίδονται σε αυτόν.

Όλους, λοιπόν, τους πλατωνικούς διαλόγους τους διαπνέει η αλήθεια για τους θεούς και είναι εγκατασπαρμένα σε όλους, σε άλλους πιο αμυδρά και σε άλλους πιο ξεκάθαρα, τα νοήματα της πρώτιστης φιλοσοφίας, τα οποία ιερά, φωτεινά και υπερφυή μπορούν να ανεβάσουν προς την άυλη και υπερβατική ουσία των θεών όσους μπορούν να συμμετέχουν σε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο. Και όπως ακριβώς σε κάθε μέρος του σύμπαντος και σε κάθε φύση ο δημιουργός όλων των εγκόσμιων τοποθέτησε ινδάλματα της ασύλληπτης των θεώ υπάρξεως, για να μπορούν όλα να επιστρέφουν στο θείο με βάση τη συγγένεια τους προς αυτό, έτσι και ο ένθεος νους του Πλάτωνα εμφύτευσε μέσα στα δημιουργήματά του τις έννοιες του για τους θεούς και κανένα δεν αφήνει και κανένα δεν το αφήνει χωρίς συμμετοχή από την μνήμη του θείου, για να μπορούν οι γνήσιοι εραστές των θείων να αναβιβάζονται  και αποκομίζουν από όλα την ανάμνηση των καθολικών όντων.

Αν όμως πρέπει αυτούς τους διαλόγους που κυρίως μας αποκαλύπτουν τη μυσταγωγία στα μυστήρια των θεών να τους ξεχωρίσουμε από τους υπόλοιπους, ας απαριθμήσουμε τότε τον «Φαίδωνα», τον «Φαίδρο», το «Συμπόσιο» και τον «Φίληβο», συγκαταλέγοντας μετά από αυτούς και τον «Σοφιστή», τον «Πολιτικό», τον «Κρατύλο» και τον «Τίμαιο». Γιατί όλοι αυτοί συμβαίνει να είναι ως σύνολο γεμάτοι από την ένθεη επιστήμη του Πλάτωνα. Δεύτερους θα τοποθετήσουμε τον μύθο του «Γοργία» και τον μύθο του «Πρωταγόρα» και τα σχετικά με την πρόνοια των θεών στους «Νόμους» και όσα για τις Μοίρες ή για τις περιφορές του σύμπαντος μας έχουν παραδοθεί στο δέκατο βιβλίο της «Πολιτείας». Στην τρίτη θέση θα βάλουμε τις «Επιστολές» εκείνες από τις οποίες είναι δυνατόν να ανέλθουμε στην επιστήμη για τα θεία. Γιατί σε αυτές έχει γίνει λόγος για τρείς βασιλείς και έχουν αναφερθεί και πάμπολλα άλλα θεία δόγματα άξια της πλατωνικής θεωρίας.

Πρέπει λοιπόν κοιτάζοντας αυτά να αναζητάμε από τον «Φίληβο» την γνώση για το Ένα Αγαθό και για τις δύο αρχές και για την τριάδα που προκύπτει από αυτά, γιατί θα βρούμε όλα αυτά να μας έχουν παραδοθεί από τον Πλάτωνα διαχωρισμένα. Από τον «Τίμαιο» την περί των νοητών θεωρία και την ένθεη περί της δημιουργικής μονάδας υπόδειξη και την πιο πληρέστερη αλήθεια για τους εγκόσμιους θεούς. Από τον «Φαίδρο» όλα τα νοητά – νοητικά γένη και τις απόλυτες βαθμίδες των θεών, οι οποίες είναι εγκατεστημένες αμέσως πάνω από τις ουράνιες περιφορές. Από τον «Πολιτικό» τη δημιουργία μέσα στον ουρανό και τις διττές περιόδους του σύμπαντος και τις νοητικές αιτίες τους. Τέλος, από τον «Σοφιστή» ολόκληρη την υποσελήνια γένεσιν [γίγνεσθαι] και την ιδιότητα των θεών που έλαβαν αυτόν τον κλήρο. Για κάθε θεό ειδικά θα συλλέξουμε πολλά ιερά ιεροπρεπή νοήματα από το «Συμπόσιο», πολλά και από τον «Κρατύλο», πολλά και από τον «Φαίδωνα». Γιατί σε καθένα από αυτούς τους διαλόγους γίνεται μεγαλύτερη ή μικρότερη αναφορά των θείων ονομάτων, από τα οποία είναι εύκολο αν γυμνασθούμε στα θεία να κατανοήσουμε με τον λογισμό μας τις ιδιότητές τους.

Πρέπει όμως καθεμία από τις αναλύσεις να τις παρουσιάσουμε σύμφωνη με τις πλατωνικές αρχές και με τις μυστικές παραδόσεις των θεολόγων. Γιατί όπως λέγει o Πρόκλος, στο έργο του «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, βιβλίο Α’, 25.26 – 26.4» : “ἅπασα γὰρ ἡ παρ᾽ Ἕλλησι θεολογία τῆς Ὀρφικῆς ἐστὶ μυσταγωγίας ἔκγονος, πρώτου μὲν Πυθαγόρου παρὰ Ἀγλαοφήμου τὰ περὶ θεῶν ὄργια διδαχθέντος, δευτέρου δὲ Πλάτωνος ὑποδεξαμένου τὴν παντελῆ περὶ τούτων ἐπιστήμην ἔκ τε τῶν Πυθαγορείων καὶ τῶν Ὀρφικῶν γραμμάτων – Ολόκληρη η Θεολογία των Ελλήνων προέρχεται από την Ορφική μύηση, καθώς πρώτος ο Πυθαγόρας από τον Αγλαόφημο διδάχτηκε τα όργια των Θεών και δεύτερος ο Πλάτωνας δέχτηκε την παντελή περί τούτων επιστήμη από τα πυθαγόρεια και τα ορφικά συγγράμματα“. Μάλιστα ο Πρόκλος στο έργο του «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 168.8 – 169.9», μας λέει ότι όσα μυστικώς παρέδωσε ο Ορφέας «δι᾽ ἀπορρήτων λόγων», αυτά ο Πυθαγόρας τα εξέμαθε «ὀργιασθεὶς ἐν Λεβήθροις τοῖς Θρᾳκίοις Ἀγλαοφάμω τελεστᾶ μεταδόντος» [αφού μυήθηκε στα Λίβηθρα της Θράκης από τον τελεστή Αγλαόφημο], ο οποίος του μετάδωσε τη σοφία που σχετικά με τους Θεούς διδάχτηκε ο Ορφέας από τη μητέρα του, την Καλλιόπη – αυτά άλλωστε λέει και ο Πυθαγόρας στο έργο του «Ιερός Λόγος».

Εν συντομία ο Ορφέας έχει παραδώσει ότι υπάρχουν βασιλείς των Θεών, οι οποίοι «κατὰ τὸν τέλειον ἀριθμὸν» εποπτεύουν τα πάντα : ο Φάνης, η Νύχτα, ο Ουρανός, ο Κρόνος, ο Δίας και ο Διόνυσος. Γιατί πρώτος ο Φάνης κατασκευάζει το σκήπτρο : “καὶ πρῶτος βασίλευσε περικλυτὸς Ἠρικεπαῖος”. Δεύτερη η Νυξ, «δεξαμένη παρὰ τοῦ πατρός» το σκήπτρο, τρίτος ο «Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτός», τέταρτος ο Κρόνος, «βιασάμενος», όπως λένε, τον πατέρα του, πέμπτος ο Ζευς, [επι]«κρατήσας τοῦ πατρός», και μετά από αυτόν ο Διόνυσος. Όλοι αυτοί, λοιπόν, οι βασιλείς ξεκίνησαν από ψηλά, από τους νοητικούς και νοητούς θεούς, και προχωρούν μέσω των μεσαίων τάξεων μέχρι τον ορατό Κόσμο, προκειμένου να ταχτοποιήσουν και όσα βρίσκονται εδώ κάτω. Γιατί ο Φάνης δεν υπάρχει μόνο μέσα στους νοητούς θεούς αλλά και στους νοητικούς, δηλαδή στην δημιουργική βαθμίδα [Πλατωνικό «υπόδειγμα»], και στους υπερκόσμιους και στους εγκόσμιους, και το ίδιο η Νυξ και ο Ουρανός. Γιατί οι ιδιότητές τους απλώνονται σε όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες. Και ο μέγιστος Κρόνος έχει τοποθετηθεί πριν από τον Δία και μετά την Δίιον βασιλεία, αφού «μετὰ τῶν ἄλλων Τιτάνων τὴν Διονυσιακὴν μερίζων δημιουργίαν», και άλλος είναι μέσα στον ουρανό, άλλος «ἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην», άλλος μέσα στην σφαίρα των απλανών, άλλος μέσα στις σφαίρες των πλανητών, και το ίδιο και ο Δίας και ο Διόνυσος! Και όλα υπάρχουν παντού κατά αναλογία : έτσι μέσα στον ουρανό αυτοί που αντιστοιχούν στους δύο βασιλιάδες, εννοώ στον Φάνη και στην Νυξ – γιατί τους θεούς όπως είπαμε που βρίσκονται μέσα σε ανώτερη βαθμίδα πρέπει να τους τοποθετούμε και μέσα στα εγκόσμια, επειδή και πριν από τον Κόσμο καθοδηγούν τους νοητικούς θεούς «ἐν τῷ ἀδύτῳ διαιωνίως ἱδρυμένοι» όπως λέει ο Ορφέας, αποκαλώντας εκείνος άδυτο την «κρύφιον καὶ ἀνέκφαντον αὐτῶν τάξιν» - θα ήταν συνετό να υποθέσουμε την στον Πλατωνικό «Τίμαιο» αναφερόμενη περιφορά του Ταύτου και του Θατέρου, και μάλιστα ως άρρεν και θήλυ ή πατρικό και γεννητικό!

Στον «Φίληβο,16.c», λοιπόν, ο Πλάτων ανάγοντας τη θεωρία για τα δύο είδη αρχής στους Πυθαγόρειους, τους αποκαλεί «μετὰ θεῶν οἰκοῦντας - συγκάτοικους με τους θεούς» και μακάριους. Πολλές, βέβαια, θαυμαστές σκέψεις για τους θεούς και ο Φιλόλαος [ο Κροτωνιάτης] ο Πυθαγόρειος κατέγραψε για εμάς, εξυμνώντας την κοινή πρόοδο τους στα όντα και την ξεχωριστή τους δημιουργική δράση. Στον «Τίμαιο, 40.e» εξάλλου επιχειρώντας να μιλήσει για τους υποσελήνιους θεούς και για την διαβάθμιση μέσα σε αυτούς, κατέφευγε στους θεολόγους και τους αποκαλεί «θεῶν παῖδας - παιδιά των θεών» και τους θεωρεί πατέρες της αλήθειας για τους θεούς και, τέλος σύμφωνα με την πρόοδο των νοητικών βασιλέων, όπως εμφανίστηκε στους θεολόγους, και των υποσελήνιων θεών, μας παραδίδει και τους Κόσμους που προέρχονται από τα καθολικά. Και παντού, για να μιλήσω γενικά, ακολουθώντας τις αρχές των θεολόγων αναπτύσσει τους περί θεών λόγους, αφαιρώντας το τραγικό στοιχείο από τη μυθολογία και θέτοντας τις αρχικές υποθέσεις ως κοινές με αυτούς.

Όλη η πλατωνική φιλοσοφία εμφανίστηκε σύμφωνα με την κρείττονα αγαθοειδή βούληση των θεών, αποκαλύπτοντας τον εν αυτοίς κεκρυμμένο νου και την αλήθεια η οποία μαζί με τα όντα έλαβε υπόσταση μέσα στις περί γένεσιν στρεφόμενες ψυχές, όσο επιτρέπεται σε αυτές να μετέχουν σε τόσο υπερφυσικά και μεγάλα αγαθά, και ότι πάλι αργότερα αυτή τελειοποιήθηκε και, αφού αποσύρθηκε στον εαυτό της και κατέστη άγνωστη στους περισσότερος από αυτούς που διακήρυσσαν ότι είναι φιλόσοφοι και αδημονούσαν να ασχοληθούν με «την του όντος θήραν», όπως λέγει ο Πλάτων στον «Φαίδωνα, 66.c», πάλι ήρθε στο φως. Ειδικά νομίζουμε ότι η μυσταγωγία για τα ίδια τα θεία, η οποία έχει στηριχτεί με αγνότητα σε ιερό βάθρο και έχει λάβει υπόσταση αιώνια δίπλα στους ίδιους τους θεούς, από εκεί εμφανίστηκε σε όσους μέσα στον χρόνο μπορούν να την απολαύσουν με το έργο ενός ανθρώπου, τον οποίο δεν θα σφάλαμε, αν τον αποκαλούσαμε προηγεμόνα και Ιεροφάντη «των  αληθινών τελετών, τις οποίες τελούν» οι ψυχές απομακρυσμένες από τους γήινους τόπους, καθώς και «των ολοκλήρων και γεμάτων εσωτερική ηρεμία φασμάτων», στα οποία συμμετέχουν όσες είναι γνήσια προσκολλημένες στην ευδαίμονα και μακάρια ζωή. Αυτή, αφού τόσο σεμνά και απόρρητα από αυτόν για πρώτη φορά έλαμψε σαν σε άγια ιερά και τοποθετήθηκε με ασφάλεια μέσα σε άδυτα και δεν κατανοήθηκε από τους περισσότερους που εισήλθαν, σε τακτά διαστήματα προωθήθηκε, όσο ήταν δυνατόν σε αυτήν, από κάποιους αληθινούς ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν και την κατάλληλη για αυτήν τη μυσταγωγία ζωή, και φώτισε ολόκληρο τον τόπο και εμφάνισε τις λάμψεις των θεϊκών φασμάτων παντού.

Ίσως όμως κανείς θα απαντούσε σε όλα αυτά λέγοντας ότι δεν υποστηρίζουμε σωστά ότι είναι παντού διασκορπισμένη η Πλατωνική θεολογία ούτε σωστά επιχειρούμε να συγκεντρώσουμε άλλα από το ένα και άλλα από τον άλλο διάλογο, σαν να προσπαθούμε να ενώσουμε σε ένα μείγμα πολλά νάματα τα οποία δεν βγαίνουν όλα από μια και την αυτή πηγή.

Αν λοιπόν έτσι συμβαίνει, θα μπορέσουμε να αναγάγουμε στις διάφορες πραγματείες του Πλάτωνα τις διάφορες απόψεις, οι απόψεις όμως περί θεών πουθενά δεν θα αποτελούν τον κύριο σκοπό της διδασκαλίας, ούτε θα τοποθετηθούν σε μια περιοχή η οποία θα προάγει τα γένη των θεών πλήρη και ολοκληρωμένα και μαζί με την μεταξύ τους σύνδεση. Και θα μοιάζουμε με όσους επιχειρούν να συγκροτήσουν το όλον από τα μέρη, λόγω έλλειψης της ολότητας που προηγείται από τα μέρη, και να συγκροτήσουν το τέλειο από τα ατελή, αν και πρέπει το ατελές να έχει μέσα στο τέλειο την πρωταρχική αιτία της δημιουργίας του. Γιατί ο Πλάτων στον «Τίμαιο» θα μας διδάξει, για παράδειγμα, τη θεωρία για τα νοητά γένη, και στον «Φαίδρο» θα εμφανιστεί να μας παραδίδει με την σειρά τους πρώτους νοητικούς Κόσμους. που όμως εντοπίζεται η σύνδεση των νοητικών με τα νοητά και ποια είναι η δημιουργία των δεύτερων από τα πρώτα και γενικά με ποιο τρόπο από τη μία αρχή των πάντων έχει γίνει η πρόοδος των θεϊκών Κόσμων προς το πλήθος των εγκόσμιων θεών και πως έχουν συμπληρωθεί τα ενδιάμεσα μεταξύ του Ενός από τη μια και του πλήρους πλήθους από την άλλη από τις δημιουργίες των θεών με βάση την ομοιόμορφο και αδιαίρετο υποβιβασμό των καθολικών, δεν θα το πούμε.

Βέβαια, θα αναρωτιόταν κάποιος : ποια είναι η ιερότητα της πολυσυζητημένης από εμάς επιστήμης των θείων ;; Γιατί και αυτά τα οποία συγκεντρώνονται από πολλές μεριές είναι παράλογο να τα αποκαλέσουμε Πλατωνικά δόγματα, καθώς μαζεμένα από τον «Φαίδρο, 235.d», όπως λέτε, ανάγονται στην Πλατωνική φιλοσοφία, και δεν θα μπορέσετε να αποδείξετε ότι έχετε διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη αλήθεια για τους θεούς. Και ίσως κάποιοι υποστηρίξουν ότι οι μεταγενέστεροι από τον Πλάτωνα συγκρότησαν και παρέδωσαν ένα και ολοκληρωμένο είδος θεολογίας στα συγγράμματά τους. Μπορούν όμως, αυτοί που θα υποθέσουν κάτι τέτοιο, από τον Πλατωνικό «Τίμαιο» να αναπτύξουν ολόκληρη τη θεωρία για την Φύση, και από την Πλατωνική «Πολιτεία» ή τους Πλατωνικούς «Νόμους» τα κάλλιστα ηθικά δόγματα, τα οποία συναποτελούν ένα είδος φιλοσοφίας, και εγκαταλείποντας έτσι μόνο της διαπραγμάτευση του Πλάτωνα για την φιλοσοφία των πρώτων αρχών, την οποία θα μπορούσε να την πει κανείς κεντρική ιδέα όλης της Πλατωνικής θεωρίας, θα στερήσουν από τους εαυτούς τους την ποιο ολοκληρωμένη γνώση των Όντων, εφόσον δεν θέλουν με αφελή τρόπο να καμαρώνουν με τα φανταστικά δημιουργήματα της μυθολογίας, καθώς η ανάλυση αυτών είναι γεμάτη από πολλή αληθοφάνεια, ενώ και αυτά παραδίδονται στους διαλόγους του Πλάτωνα με ακανόνιστο επίσης τρόπο, όπως για παράδειγμα, στον «Πρωταγόρα» για την πολιτική και για τις αποδείξεις σχετικά με αυτήν, στην «Πολιτεία» για την δικαιοσύνη και στον «Γοργία» για την σωφροσύνη. Γιατί όχι για τους ίδιους σκοπούς συνδυάζει ο Πλάτωνας τις μυθολογίες με τις αναζητήσεις των ηθικών δογμάτων, για να μην εξασκήσουμε μόνο τον νοητικό μέρος της ψυχής με τη διαλεκτική επιχειρηματολογία, αλλά και για να αντιλαμβάνεται πιο ολοκληρωμένα το θείο μέρος της ψυχής την γνώση των όντως Όντων μέσω της έμφυτης ομοιοπάθειας που έχει με τα μυστικότερα. Γιατί από την υπόλοιπη λογική συζήτηση φαίνεται ότι αναγκαζόμαστε να παραδεχτούμε την αλήθεια, ενώ από τους μύθους με μυστικό τρόπο υφιστάμεθα κάτι και προβάλλουμε τις αδιάφθορες έννοιες σεβόμενοι την μυστικότητα που έχουν. Για αυτό πιστεύω και ο Πλατωνικός «Τίμαιος» δικαιολογημένα ζητάει να αναπτύξουμε τα θεία γένη ακολουθώντας τους μυθοπλάστες ως «παιδιά θεών - παισὶ θεῶν» παράγοντας πάντοτε από τα προηγούμενα τα επόμενα, αν και μιλούν «ἄνευ ἀποδείξεως», όπως λέγει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 40.e». Γιατί αυτού του είδους οι διηγήσεις δεν έχουν σαν σκοπό την απόδειξη, αλλά εκφράζουν μια θεία έμπνευση, επινοημένες από τους παλαιούς όχι για εξαναγκασμό, αλλά για την πειθώ, στοχεύοντας όχι σε μία σκέτη μάθηση, αλλά στην ομοιοπάθεια με τα πράγματα. Αν όμως δεν θελήσουν να εξετάσουν τις αιτίες μόνο των μύθων, αλλά και των υπολοίπων θεολογικών απόψεων, θα βρείτε ότι άλλα με σκοπό ηθικές και άλλα με σκοπό φυσικές θεωρίες είναι εγκατεσπαρμένα μέσα στους Πλατωνικούς διαλόγους. Γιατί και στον «Φίληβο, 16.c» «περί τε ἀπείρου καὶ πέρατος» κάνει λόγο με σκοπό την ηδονή και τον σύμφωνο με τον νου βίο. Γιατί πιστεύουμε ότι τα πρώτα είναι γένη [ανώτερες υποστάσεις] των δεύτερων και είναι φανερό ποιο από τα δυο είναι ποιανού. Στον «Τίμαιο», εξάλλου, έχουν ληφθεί τα θέματα για τους νοητούς θεούς λόγω της φυσικής μελέτης, επειδή είναι αναγκαίο παντού τις εικόνες να τις αναγνωρίζουμε από τα υποδείγματά τους, και υποδείγματα των ένυλων είναι τα άυλα, των αισθητών τα νοητά και των φυσικών ειδών τα χωριστά [αφηρημένα] είδη. Στον «Φαίδρο» εξάλλου, ανυμνεί τον «ὑπερουράνιον τόπον» και το «ὑπουράνιον βάθος» και ολόκληρο γένος κάτω από εκείνο με σκοπό την ερωτική μανία και τον τρόπο ανάμνησης των ψυχών και την «ἐντεῦθεν ἐπ᾽ ἐκεῖνα πορεία». Παντού, για να το πούμε έτσι, ο βασικός του σκοπός είναι φυσικός ή πολιτικός, ενώ οι σκέψεις για το θείο προβάλλονται με σκοπό την ανεύρεση ή την ολοκλήρωση αυτών των σκοπών.

Πως θα είναι λοιπόν, θα αναρωτηθεί κάποιος, πλέον ιερή και υπερφυής αυτή η θεωρία και περισσότερο άξια από κάθε άλλη να σπουδάζεται, ενώ δεν μπορεί να επιδείξει μια πληρότητα ούτε μια τελειότητα μέσα της ούτε το να είναι ο βασικός στόχος της διαπραγμάτευσης του Πλάτωνα, αλλά στερείται όλα αυτά κι με τρόπο απότομο και μη φυσιολογικό έχει μια σειρά ακανόνιστη, όπως στα δράματα, και αταίριαστη ;;

Εμείς λοιπόν τώρα σε αυτή την αντιρρητική επιχειρηματολογία θα δώσουμε κατάλληλα και ξεκάθαρα την απάντηση, και θα υποστηρίξουμε ότι ο Πλάτωνας παντού αναπτύσσει τους συλλογισμούς τους για τους θεούς ακολουθώντας τις πανάρχαιες παραδόσεις και την φύση των πραγμάτων, και ότι άλλοτε με σκοπό την αιτία αυτών που έχουν τεθεί ως θέμα φτάνει έως τις αρχές των απόψεων του και από εκεί «ὥσπερ ἀπὸ σκοπιᾶς» καταθεωρεί από ψηλά τη φύση του υπό εξέταση πράγματος, και άλλοτε θέτει ως βασικό σκοπό την θεολογική επιστήμη. Γιατί και στον «Φαίδρο» η διαπραγμάτευση στρέφεται γύρω από το νοητό κάλλος και την επικοινωνία με τα καλά [ωραία] που από εκεί απλώνονται σε όλα και στο «Συμπόσιο» στρέφεται γύρω από την ερωτική κατάταξη.

Αν όμως πρέπει την πληρότητα και την ολότητα και την συνέχεια της θεολογίας από τα ανώτερα μέχρι ολόκληρο τον αριθμό των κατώτερων να την αναζητήσουμε σε έναν πλατωνικό διάλογο, ίσως αυτό που θα ειπωθεί να είναι παράδοξο κατανοητό μόνο σε όσους προέρχονται εκ της ημετέρας εστίας. Πρέπει όμως να το τολμήσουμε και να πούμε ότι ο πλατωνικός «Παρμενίδης» είναι ο διάλογος που επιθυμείται να έχετε στο νου σας και τα μυστικά νοήματα του συγκεκριμένου διαλόγου προσπαθείτε να φανταστείτε. Γιατί σε αυτόν τον διάλογο όλα τα θεία γένη προέρχονται από την πρώτιστη αιτία με σειρά και επιδεικνύουν και τη μεταξύ τους σύνδεση. Και τα κορυφαία και συνενωμένα με το ένα και πρωτουργά έλαβαν ενιαίο, απλό και μυστικό είδος ύπαρξης, ενώ τα κατώτατα κατακερματίζονται σε μεγάλο πλήθος και υπερτερούν σε αριθμό, αλλά υστερούν σε δύναμη από τα ανώτερά τους, ενώ τα ενδιάμεσα, όπως είναι φυσικό είναι πιο σύνθετα από τα αίτια τους και πιο απλά από τα δημιουργήματά τους. Και όλα, για να μιλήσω περιληπτικά, τα αξιώματα της θεολογικής επιστήμης με πληρότητα εμφανίζονται εδώ και όλοι των θείων οι διάκοσμοι αποδεικνύεται ότι λαμβάνουν υπόσταση ο ένας αμέσως μετά τον άλλο. Και τίποτα άλλο δεν έχει υμνηθεί παρά η δημιουργία των θεών και όσων με οποιοδήποτε τρόπο υπάρχουν από την απόρρητη και άγνωστη αιτία των πάντων. Το όλον και τέλειο της θεολογικής επιστήμης φώς ο πλατωνικός «Παρμενίδης» ανάπτει για τους του Πλάτωνος εραστές, και μετά από αυτόν οι προαναφερόμενοι διάλογοι έλαβαν μερίδια της περί θεών μυσταγωγίας, και όλοι, για να το πω έτσι, έχουν συμμετάσχει στην ένθεη σοφία και τις αυτοφυείς ημών έννοιες [νοήματα] περί το θείον διεγείρουν. Και πρέπει το όλον πλήθος των διαλόγων να το αναγάγουμε στους προαναφερθέντες και αυτούς τους τελευταίους πάλι να τους συνοψίσουμε στη μια και ολοκληρωμένη του πλατωνικού «Παρμενίδη» θεωρία. Αυτά λοιπόν και εμείς γνωρίζοντας και υπακούοντας στις προτροπές του πλατωνικού «Τίμαιου», θα καταστήσουμε τους θεούς ηγεμόνες μας της περί αυτών διδασκαλίας. Κι αυτοί ακούσαντες «ἵλεῴ τε καὶ εὐμενεῖς» έλθοντες, και ας οδηγήσουν τον της ψυχής ημών νουν και ας τον μεταφέρουν στην εστία του Πλάτωνα και στον ανηφορικό δρόμο αυτής της θεωρίας. Εκεί, λοιπόν, αν βρεθούμε, θα λάβουμε όλη την αλήθεια για αυτούς και θα έχουμε το άριστο τέλος της εν ημίν οδύνης για τα θεία, καθώς ποθούμε να γνωρίσουμε κάτι για αυτά, είτε ζητώντας να το μάθουμε από άλλους είτε πιέζοντας τους εαυτούς μας, όσο μπορούν.

Εν ολίγοις το θέμα των Πλατωνικών διαλόγων όπως μας πληροφορεί ο Πρόκλος είναι:

Φαίδρος : Δόγματα για τους νοερούς θεούς
Ανεξάρτητοι κυβερνήτες σύμπαντος
Θεοί που έχουν μοιράσει τον κόσμο σε κλήρους
Νοητά + Νοητικά Γένη
Τάξη Απολύτων Θεών
Με ποιό τρόπο από τη μία αρχή των πάντων έχει γίνει η πρόοδος των θεϊκών Κόσμων προς το πλήθος των εγκοσμίων θεών
Σοφιστής : Περί Όντος
Υποσελήνια Δημιουργία και ιδιότητα των θεών που έλαβαν αυτόν με κλήρο
Γοργίας : Τρείς Δημιουργοί
Πρωταγόρας : Διευθέτηση θνητών ζωών από τους θεούς
Πολιτικός : Ουράνια Δημιουργία
Σχήματα 5 στοιχείων
Διπλούς περιοδικούς κύκλους του Σύμπαντος και οι νοερές αιτίες τους
Φίληβος : Γνώση για το Ένα Αγαθό
Δύο Πρώτες Αρχές
Τριάδα που προκύπτει από αυτές
Τίμαιος : Θεώρηση Νοητών
Θεόπνευστη Υπόδειξη για την Δημιουργό Μονάδα
Ολοκληρωμένη Αλήθεια για τους εγκόσμιους θεούς
Ολόκληρη η θεωρία για την Φύση
Νόμοι : Ύπαρξη θεών
Πρόνοια θεών για τα πάντα
Αλκιβιάδης : σκοπός του διαλόγου είναι να φανερώσει την ουσία του ανθρώπου, να πάρει τον καθένα μας από την ορμή του που βλέπει προς τα εξωτερικά πράγματα και από την εντατική ενασχόληση του με τα αλλότρια και να τον κάνει να επιστρέψει προς τον εαυτό του. Μας οδηγεί αναγωγικά στο εξής ένα τέλος, την θεωρία (θέαση) της ημετέρας υποστάσεως, της υπόστασής μας και τη γνώση του εαυτού μας.
Καταδεικνύεται ποια είναι η ουσίας μας
διερευνάται η ανθρώπινη φύση
εξετάζεται πλήρως το νόημα του δελφικού «Γνώθι Σ’ αυτό»
Στον διάλογο αυτό περιλαμβάνεται σαν σε υπογραφή (αποτύπωση) η κοινή, μια και μόνη και ολική σχηματοποίηση σύμπασας της φιλοσοφίας, που αποκαλύπτεται μέσα απο την πρώτη μας ακριβώς επιστροφή στον εαυτό μας. Αυτή είναι η αιτία για την οποία ο θεϊκός Ιάμβλιχος τον τοποθετεί πρώτον τη τάξει ανάμεσα στους δέκα διαλόγους στους οποίους θεωρεί ότι περιέχεται όλη η φιλοσοφία του Πλάτωνα, σαν να περιλαμβάνεται εκ των προτέρων εδώ εν σπέρματι όλη η ανάπτυξη εκείνων.
Παρμενίδης : Πρόοδος του Όντος από το Εν
Τάξεις των θεών και πως συνδέονται μεταξύ τους
Ειδικά ο διάλογος Παρμενίδης είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όχι μόνο της του Πλάτωνος θεολογίας αλλά και του των Ελλήνων «Θρησκεύειν».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει ακριβώς αυτό είναι μια αναφορά του Ολυμπιόδωρου [βλ. «Σχόλια στον Αλκιβιάδη, 10.18-11.6»], που τον μεν Πλατωνικό διάλογο “Αλκιβιάδης” τον παρομοιάζει με τα προπύλαια ενός Ναού ενώ τον Πλατωνικό διάλογο “Παρμενίδης” τον παρομοιάζει με το Άδυτο του Ναού.

Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος [22-10-2006, ΕΛΛΑΣ]

Πηγές

Πρόκλος

Κατά Πλάτωνος Θεολογία, Βιβλίο Α, 12.1 – 32.15, 104.20 – 106.1, 114.25 – 125.2.
Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος, 16. 1 – 23, 51.45 – 52.7, 71. 1 – 172, 88. 1 – 17.
Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Α’ [συνέχεια], 91.1 – 92.30,και  147.  1 – 25.
Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, 69.1.
[1] Το άνθος του νοός διακρίνεται σε δύο είδη : σε αυτό του νου της ψυχής και στο σε αυτό ολόκληρης της ψυχής. Με το 1ο η ψυχή συνδέεται με τον νοητό Πατέρα, που είναι το πρώτο μέλος της πρώτης τριάδας των νοητών θεών. Με το 2ο άνθος η ψυχή συνδέεται με το Ένα που βρίσκεται υπεράνω της βαθμίδα του Νοός (όντως ΟΝ) και των Νοητών, δηλ. πάνω και από τον νοητό Πατέρα.

Το είδαμε εδώ   



 ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ

 ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 

ΣΤΟ FACEBOOK Ή ΣΤΟ BLOGGER👇

« PREV
NEXT »

Facebook Comments APPID