Ποιά πράγματα ντρέπονται οι άνθρωποι ή αντίθετα γιά ποιά δέν αισθάνονται καμιά ντροπή, καί μπροστά σέ ποιους και σέ ποιά κατάσταση ευρισκόμενοι, γίνεται φανερό από τα ακόλουθα. Άς ορίσουμε τή ντροπή ώς ενα είδος λύπης ή ταραχής πού προέρχεται από τά κακά εκείνα, τά παρόντα, παρελθόντα ή μέλλοντα, πού φαίνονται ότι οδηγούν στην ανυποληψία, ενώ ή αναισχυντία είναι κάποια περιφρόνησις και αδιαφορία γιά τά ίδια αυτά κακά.
Άν λοιπόν έτσι ορίζεται ή ντροπή, πρέπει νά ντρέπεται κανείς γιά εκείνα τά κακά πού φαίνονται ότι είναι αισχρά ή γιά μάς ή γιά κείνους πού ένδιαφερόμαστε. Τέτοια είναι τά έργα πού προέρχονται από δειλία, ὀπως παραδείγματος χάριν νά πετάξης τήν ασπίδα ή νά τραπής εις φυγή. Γιατί τέτοιες πράξεις προέρχονται από δειλία. Τέτοιο είναι καί τό νά κατακρατήσης μιά παρακαταθήκη. Γιατί αυτό πηγάζει από αδικία. Και τό νά συναναστρέφεσαι πρόσωπα πού δέν πρέπει ή σέ μέρος πού δέν πρέπει ή σέ χρόνο πού δέν πρέπει.
Γιατί αυτό προέρχεται από ακολασία. Επαίσχυντο είναι καί τό νά έπιδιώκης νά κερδίζης από μικρά πράγματα ή από αισχρά ή από αδύνατους ανθρώπους, όπως έπί παραδείγματι από φτωχούς ή από πεθαμένους. Έτσι βγήκε κι ή παροιμία: «Κοιτάζουν νά κερδίσουν κι από πεθαμένο». Γιατί μιά τέτοια διάθεσις προέρχεται από αισχροκέρδεια καί φιλοχρηματία. Ντροπή είναι καί νά μή βοηθάς κάποιον μέ χρήματα τή στιγμή πού μπορείς, ή νά τον βοηθάς λιγότερο από ό,τι πρέπει.
Ντροπή είναι και νά δεχόμαστε βοήθεια από ανθρώπους πού είναι λιγότερο εύποροι από μάς. Καί νά δανειζόμαστε από εκείνον πού φαίνεται ότι ζητεί δάνειο, καί νά ζητούμε από εκείνον πού μάς ζητεί τό όφειλόμενα, και νά απαιτούμε κάποιο χρέος τή στιγμή πού ό άνθρωπος μάς ζητάει, καί νά επαινούμε κάποιον ώστε νά φαινόμαστε ότι ζητοϋμε, και ενώ εχουμε άποτύχει στο ζητούμενο νά εξακολουθούμε νά επιμένουμε. Γιατί όλα αυτά είναι σημεία τσιγγουνιάς.
Καί νά επαινούμε εναν πού είναι παρών, νά υπερτονίζουμε τις αρετές του καί νά αποσιωπούμε τά ελαττώματα του, καί νά δείχνουμε μεγαλύτερη λύπη από εναν πού είναι λυπημένος, κι όλα τά τέτοια είναι επαίσχυντα. Γιατί είναι σημάδια κολακείας.
Ντροπή είναι καί νά μή υπομένουμε κόπους πού τούς υπομένουν οι μεγαλύτεροι μας στά χρόνια ή οί καλομαθημένοι ή άνθρωποι πού έχουν ύψηλότερες θέσεις από εμάς ή είναι σωματικά πιο άδύνατοι από μάς. Γιατί όλα αυτά είναι σημάδια θηλυπρέπειας. Καί νά ευεργετούμαστε άπό άλλον, καί μάλιστα όταν αυτό γίνεται πολλές φορές, καί νά αναφέρουμε μέ τρόπο προσβλητικό γιά τον άλλον τις ευεργεσίες πού του κάμαμε. Γιατί όλα αυτά είναι σημεία μικροψυχίας καί ταπεινότητας.
Ντροπή είναι και νά περιαυτολογούμε καί νά δίνουμε υποσχέσεις, καί νά ισχυριζόμαστε ότι τά ξένα είναι δικά μας. Γιατί αύτό είναι σημάδι αλαζονείας. Το ίδιο συμβαίνει καί μέ όλα τά άλλα ελαττώματα τοΰ χαρακτήρα, γιά τις πράξεις πού απορρέουν άπό αύτά, γιά τά σημάδια τους καί γιά τά πράγματα πού μοιάζουν μέ αυτά, όλα αύτά είναι αισχρά καί μας κάνουν νά ντρεπόμαστε.
Επαίσχυντο είναι έπίσης καί νά μή μετέχουμε στά αγαθά πού μετέχουν όλοι ή όλοι οί όμοιοί μας ή οί περισσότεροι. Κι όταν λέω όμοιοι, εννοώ τούς ομοεθνείς, τούς συμπολίτες, τούς συνομήλικες, τούς συγγενείς, γενικά όλους πού είναι τοϋ δικού μας επιπέδου. Είναι, πράγματι, ντροπή νά μή μετέχουμε στη μόρφωσι, έπί παραδείγματι, στον ίδιο βαθμό, καθώς καί στά άλλα αγαθά. Κι όλα αύτά είναι πιό επαίσχυντα, άν προέρχονται άπό δική μας υπαιτιότητα.
Γιατί ετσι όλα φαίνονται ότι όφείλονται μάλλον στήν κακία μας, άν εμείς οί ίδιοι είμαστε αίτιοι γιά τά κακά πού ύπήρξαν, πού ύπάρχουν ή μέλλουν νά υπάρξουν. Καί αισθανόμαστε ντροπή όταν παθαίνουμε ή έχουμε πάθει ή πρόκειται νά πάθουμε τέτοια κακά πού οδηγούν στην ανυποληψία καί τό στιγματισμό. Καί τέτοια είναι όσα υπηρετούν τό σώμα ή έπαίσχυντες πράξεις, μεταξύ των οποίων καί ή υβριστική συμπεριφορά.
Καί όσα άναφέρονται στην ακολασία, είτε συντελούνται μέ τη θέληση μας η χωρίς αυτή, είναι αισχρά. Όπως επίσης καί όσα άναφέρονται στή βία, τά όποια βέβαια είναι ακούσια. Γιατί τό να ύπομένης τή βία καί νά μή τήν άντιμετωπίζης, προέρχεται από δειλία ή από ανανδρία. Αυτά λοιπόν και τά παρόμοια προκαλούν ντροπή στούς ανθρώπους. Κι επειδή ή ντροπή είναι φαντασία ότι χάνουμε τήν υπόληψή μας, αυτήν κυρίως καί όχι τις συνέπειες, κι επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται γιά τή γνώμη των άλλων παρά μόνο γιά κείνους πού έχουν αυτή τή γνώμη γι’ αυτόν, συνάγεται ότι ντρεπόμαστε τά πρόσωπα εκείνα πού εκτιμούμε.
Καί εκτιμούμε αυτούς πού μάς θαυμάζουν παρά αυτούς πού θαυμάζουμε, καί εκείνους από τούς οποίους θέλουμε νά θαυμαζόμαστε, καί όσοι είναι εφάμιλλοι μας καί εκείνοι των οποίων τή γνώμη δεν καταφρονούμε. Θέλουμε λοιπόν νά μάς θαυμάζουν καί θαυμάζουμε κι εμείς έκείνους τούς ανθρώπους πού έχουν κάποιο αγαθό άπό αυτά πού θεωρούνται πολύτιμα ή όσους τυχαίνει νά παρακαλούμε έπίμονα γιά κάτι πού είναι στο χέρι τους, όπως εκείνοι πού αγαπούν.
’Εκείνοι πρός τούς οποίους άμιλλώμαστε είναι οί όμοιοί μας, καί έκεινοι γιά τούς οποίους φροντίζουμε είναι οί φρόνιμοι, γιατί πάντα έχουν μέ τό μέρος τους τήν αλήθεια. Καί τέτοιοι είναι οί μεγαλύτεροι στήν ηλικία καί οί μορφωμένοι. Ντρεπόμαστε γιά πράξεις πού κάνουμε μπροστά στά μάτια τών άλλων καί μάλλον στά φανερά. ’Έτσι προήλθε καί ή παροιμία: «ή ντροπή είναι στά μάτια». Γι’ αυτό ντρεπόμαστε περισσότερο αυτούς πού θά βρίσκονται πάντοτε κοντά μας κι αυτούς πού μάς προσέχουν, γιατί καί στις δυο περιπτώσεις είμαστε μπροστά στά μάτια τους.
Ντρεπόμαστε επίσης τούς ανθρώπους πού δέν κατηγορούνται γιά τά ίδια πράγματα μέ μάς, γιατί είναι φανερό ότι αυτοί φρονούν τά αντίθετα άπό μάς. Κι αυτούς πού δέν συγχωρούν εύκολα εκείνους πού φαίνονται ότι σφάλλουν. Γιατί για όσα κάνει κανείς ό ίδιος, δέν μέμφεται ποτέ τούς άλλους. «Ώστε είναι φανερό ότι τούς μέμφεται γιά όσα δέν πράττει ό ίδιος. Καί κείνους που έχουν τή συνήθεια νά εξαγγέλλουν στους πολλούς τά σφάλματά μας.
Γιατί δέν διαφέρει καθόλου τό νά μή διαδίδης ένα σφάλμα από τό νά μην τό θεωρής σφάλμα. Τώρα διαδίδουν τά σφάλματά μας αυτοί που έχουν άδικηθή από μάς κι οί κακολόγοι. Γιατί αφού κατηγορούν κι αυτούς πού δε σφάλλουν, πολύ περισσότερο κατηγορούν αυτούς που σφάλλουν. Καί κείνους πού περνούν τον καιρό τους ασχολούμενοι με τά σφάλματα των άλλων, όπως είναι, επί παραδείγματι, οί χλευασταί κι οί συγγραφείς κωμωδιών. Γιατί κατά κάποιον τρόπο αυτοί είναι κακολόγοι καί συνηθίζουν νά σπερμολογούν. Καί, κεΐνους πού ποτέ δέν μάς άρνήθηκαν κάτι πού τούς ζητήσαμε. Γιατί φαίνονται σά νά μάς θαυμάζουν. Γι’ αυτό και ντρεπόμαστε τούς ανθρώπους πού γιά πρώτη φορά μάς παρακάλεσαν γιά κάτι, γιατί ποτέ μέχρι τώρα δέν τούς δώσαμε αφορμή νά σχηματίσουν κακή γνώμη γιά μάς.
Καί τέτοιοι είναι αυτοί πού μόλις τώρα θέλουν νά γίνουν φίλοι μας (γιατί έχουν προσέξει τήν καλύτερη πλευρά τού εαυτού μας, γι’ αυτό καί ήταν εύστοχη ή απόκριση τοϋ Ευριπίδη πρός τούς Συρακόσιους καί άπό τούς παλιούς γνωστούς μας όσοι δέν ξέρουν τίποτε εις βάρος μας. Οί άνθρωποι ντρέπονται όχι μόνο γιά τά πράγματα πού προκαλούν ντροπή, γιά τά όποια μιλήσαμε, αλλά καί μέ τις ένδείξεις τους, επί παραδείγματα όχι μόνο όταν κάνουμε έρωτα, αλλά καί όταν κάνουμε τά σχήματα αυτού.
Καί όχι μόνο όταν κάνουμε αισχρές πράξεις, αλλά καί όταν αίσχρολογούμε. Επίσης, δέν ντρεπόμαστε μόνο αυτούς πού άναφέραμε, αλλά καί αυτούς πού θά ανακοινώσουν σέ αυτούς τις πράξεις μας, όπως είναι οί υπηρέτες κι οι φίλοι τους. Γενικά δέν ντρεπόμαστε αυτούς, των όποιων καταφρονούμε τή γνώμη σχετικά μέ τήν αλήθεια (γιατί κανείς δέν ντρέπεται τά παιδιά καί τά ζώα), ούτε ντρεπόμαστε γιά τά ίδια πράγματα τούς γνωστούς καί άγνώστους, αλλά τούς γνωστούς τούς ντρεπόμαστε γιά κείνα πού είναι αληθινά πράγματα τής ντροπής, ένώ τούς αγνώστους γιά όσα απαγορεύει ό νόμος.
Καί τώρα οι άνθρωποι μπορεί νά νοιώσουν ντροπή όταν βρεθούν στις ακόλουθες συνθήκες. Πρώτα-πρώτα, άν βρεθούν μπροστά σέ πρόσωπα με τά όποια έχουν τέτοια σχέση σάν αυτή πού, όπως άναφέραμε, προκαλεί ντροπή. Καί τέτοια είναι πρόσωπα πού ή τά θαυμάζουμε ή μάς θαυμάζουν ή πρόσωπα από τά όποια θέλουμε νά θαυμαζόμαστε, ή πρόσωπα των όποιων χρειαζόμαστε τις υπηρεσίες τους καί δέν θά τις έπιτύχουμε, άν δεν έχουμε καλό όνομα.
Επίσης τέτοια είναι καί τά πρόσωπα πού μάς βλέπουν, όπως ό Κυδίας, ό όποιος όταν μιλούσε στο λαό γιά τις κληρουχίες τής Σάμου, ζήτησε άπό τούς Αθήναίους νά φανταστούν ότι στέκουν γύρω τους όλοι οι Ελληνες καί τούς βλέπουν, δέν θά άκούσουν απλώς τις αποφάσεις τους.
Επίσης ντρεπόμαστε άν τά πρόσωπα αυτά είναι πλησίον ή άν πρόκειται νά λάβουν γνώσι τών πράξεών μας. Γι’ αυτό καί δέν θέλουμε ποτέ νά μάς βλέπουν οί άνταγωνισταί μας, όταν δέν τά καταφέρουμε. Γιατί οί άνταγωνισταί μας μάς έχουν εκτίμηση. Ντρεπόμαστε ακόμα κι όταν συνδεόμαστε με πράξεις ή πράγματα (πού προκαλούν ντροπή) ή δικά μας ή τών προγόνων μας ή άλλων, μέ τούς οποίους έχουμε κάποιο συγγενικό δεσμό.
Καί γενικά, οί άνθρωποι ντρέπονται μπροστά σέ αυτούς πού σέβονται. Καί τέτοιοι είναι αυτοί τούς όποιους άναφέραμε καί όσοι έχουν κάποια σχέση μέ αυτούς, καί των οποίων υπήρξαμε δάσκαλοι ή σύμβουλοι, ή άν εχουμε άλλους ανταγωνιστάς, όμοιους μέ μάς. Γιατί από ντροπή πρός αυτούς τούς ανθρώπους καί πολλά κάνουμε καί πολλά αποφεύγουμε.
Καί περισσότερο ντρεπόμαστε όταν πρόκειται νά μας ίδούν νά συναναστρεφόμαστε φανερά έκείνους πού γνωρίζουν τά σχετικά μέ εμάς. Γι’ αυτό κι ό ποιητής Άντιφών, όταν έπρόκειτο νά θανατωθή μέ άποτυμπανισμό από τον Διονύσιο τον τύραννο, είπε πρός τούς μελλοθανάτους συγκαταδίκους του, πού σκέπαζαν τό πρόσωπό τους περνώντας μπροστά από τό πλήθος: «Τί σκεπάζεστε;», τούς λέει. «Ή μήπως αύριο πρόκειται νά σάς ίδή κανένας άπό αύτούς;».
Αυτά γιά τή ντροπή. Τώρα γιά τήν αναισχυντία είναι φανερό ότι θά μπορέσουμε νά διδαχθούμε άπό τά άντίθετα.
Αριστοτέλους Ρητορική Τέχνη
Το είδαμε εδώ
Άν λοιπόν έτσι ορίζεται ή ντροπή, πρέπει νά ντρέπεται κανείς γιά εκείνα τά κακά πού φαίνονται ότι είναι αισχρά ή γιά μάς ή γιά κείνους πού ένδιαφερόμαστε. Τέτοια είναι τά έργα πού προέρχονται από δειλία, ὀπως παραδείγματος χάριν νά πετάξης τήν ασπίδα ή νά τραπής εις φυγή. Γιατί τέτοιες πράξεις προέρχονται από δειλία. Τέτοιο είναι καί τό νά κατακρατήσης μιά παρακαταθήκη. Γιατί αυτό πηγάζει από αδικία. Και τό νά συναναστρέφεσαι πρόσωπα πού δέν πρέπει ή σέ μέρος πού δέν πρέπει ή σέ χρόνο πού δέν πρέπει.
Γιατί αυτό προέρχεται από ακολασία. Επαίσχυντο είναι καί τό νά έπιδιώκης νά κερδίζης από μικρά πράγματα ή από αισχρά ή από αδύνατους ανθρώπους, όπως έπί παραδείγματι από φτωχούς ή από πεθαμένους. Έτσι βγήκε κι ή παροιμία: «Κοιτάζουν νά κερδίσουν κι από πεθαμένο». Γιατί μιά τέτοια διάθεσις προέρχεται από αισχροκέρδεια καί φιλοχρηματία. Ντροπή είναι καί νά μή βοηθάς κάποιον μέ χρήματα τή στιγμή πού μπορείς, ή νά τον βοηθάς λιγότερο από ό,τι πρέπει.
Ντροπή είναι και νά δεχόμαστε βοήθεια από ανθρώπους πού είναι λιγότερο εύποροι από μάς. Καί νά δανειζόμαστε από εκείνον πού φαίνεται ότι ζητεί δάνειο, καί νά ζητούμε από εκείνον πού μάς ζητεί τό όφειλόμενα, και νά απαιτούμε κάποιο χρέος τή στιγμή πού ό άνθρωπος μάς ζητάει, καί νά επαινούμε κάποιον ώστε νά φαινόμαστε ότι ζητοϋμε, και ενώ εχουμε άποτύχει στο ζητούμενο νά εξακολουθούμε νά επιμένουμε. Γιατί όλα αυτά είναι σημεία τσιγγουνιάς.
Καί νά επαινούμε εναν πού είναι παρών, νά υπερτονίζουμε τις αρετές του καί νά αποσιωπούμε τά ελαττώματα του, καί νά δείχνουμε μεγαλύτερη λύπη από εναν πού είναι λυπημένος, κι όλα τά τέτοια είναι επαίσχυντα. Γιατί είναι σημάδια κολακείας.
Ντροπή είναι καί νά μή υπομένουμε κόπους πού τούς υπομένουν οι μεγαλύτεροι μας στά χρόνια ή οί καλομαθημένοι ή άνθρωποι πού έχουν ύψηλότερες θέσεις από εμάς ή είναι σωματικά πιο άδύνατοι από μάς. Γιατί όλα αυτά είναι σημάδια θηλυπρέπειας. Καί νά ευεργετούμαστε άπό άλλον, καί μάλιστα όταν αυτό γίνεται πολλές φορές, καί νά αναφέρουμε μέ τρόπο προσβλητικό γιά τον άλλον τις ευεργεσίες πού του κάμαμε. Γιατί όλα αυτά είναι σημεία μικροψυχίας καί ταπεινότητας.
Ντροπή είναι και νά περιαυτολογούμε καί νά δίνουμε υποσχέσεις, καί νά ισχυριζόμαστε ότι τά ξένα είναι δικά μας. Γιατί αύτό είναι σημάδι αλαζονείας. Το ίδιο συμβαίνει καί μέ όλα τά άλλα ελαττώματα τοΰ χαρακτήρα, γιά τις πράξεις πού απορρέουν άπό αύτά, γιά τά σημάδια τους καί γιά τά πράγματα πού μοιάζουν μέ αυτά, όλα αύτά είναι αισχρά καί μας κάνουν νά ντρεπόμαστε.
Επαίσχυντο είναι έπίσης καί νά μή μετέχουμε στά αγαθά πού μετέχουν όλοι ή όλοι οί όμοιοί μας ή οί περισσότεροι. Κι όταν λέω όμοιοι, εννοώ τούς ομοεθνείς, τούς συμπολίτες, τούς συνομήλικες, τούς συγγενείς, γενικά όλους πού είναι τοϋ δικού μας επιπέδου. Είναι, πράγματι, ντροπή νά μή μετέχουμε στη μόρφωσι, έπί παραδείγματι, στον ίδιο βαθμό, καθώς καί στά άλλα αγαθά. Κι όλα αύτά είναι πιό επαίσχυντα, άν προέρχονται άπό δική μας υπαιτιότητα.
Γιατί ετσι όλα φαίνονται ότι όφείλονται μάλλον στήν κακία μας, άν εμείς οί ίδιοι είμαστε αίτιοι γιά τά κακά πού ύπήρξαν, πού ύπάρχουν ή μέλλουν νά υπάρξουν. Καί αισθανόμαστε ντροπή όταν παθαίνουμε ή έχουμε πάθει ή πρόκειται νά πάθουμε τέτοια κακά πού οδηγούν στην ανυποληψία καί τό στιγματισμό. Καί τέτοια είναι όσα υπηρετούν τό σώμα ή έπαίσχυντες πράξεις, μεταξύ των οποίων καί ή υβριστική συμπεριφορά.
Καί όσα άναφέρονται στην ακολασία, είτε συντελούνται μέ τη θέληση μας η χωρίς αυτή, είναι αισχρά. Όπως επίσης καί όσα άναφέρονται στή βία, τά όποια βέβαια είναι ακούσια. Γιατί τό να ύπομένης τή βία καί νά μή τήν άντιμετωπίζης, προέρχεται από δειλία ή από ανανδρία. Αυτά λοιπόν και τά παρόμοια προκαλούν ντροπή στούς ανθρώπους. Κι επειδή ή ντροπή είναι φαντασία ότι χάνουμε τήν υπόληψή μας, αυτήν κυρίως καί όχι τις συνέπειες, κι επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται γιά τή γνώμη των άλλων παρά μόνο γιά κείνους πού έχουν αυτή τή γνώμη γι’ αυτόν, συνάγεται ότι ντρεπόμαστε τά πρόσωπα εκείνα πού εκτιμούμε.
Καί εκτιμούμε αυτούς πού μάς θαυμάζουν παρά αυτούς πού θαυμάζουμε, καί εκείνους από τούς οποίους θέλουμε νά θαυμαζόμαστε, καί όσοι είναι εφάμιλλοι μας καί εκείνοι των οποίων τή γνώμη δεν καταφρονούμε. Θέλουμε λοιπόν νά μάς θαυμάζουν καί θαυμάζουμε κι εμείς έκείνους τούς ανθρώπους πού έχουν κάποιο αγαθό άπό αυτά πού θεωρούνται πολύτιμα ή όσους τυχαίνει νά παρακαλούμε έπίμονα γιά κάτι πού είναι στο χέρι τους, όπως εκείνοι πού αγαπούν.
’Εκείνοι πρός τούς οποίους άμιλλώμαστε είναι οί όμοιοί μας, καί έκεινοι γιά τούς οποίους φροντίζουμε είναι οί φρόνιμοι, γιατί πάντα έχουν μέ τό μέρος τους τήν αλήθεια. Καί τέτοιοι είναι οί μεγαλύτεροι στήν ηλικία καί οί μορφωμένοι. Ντρεπόμαστε γιά πράξεις πού κάνουμε μπροστά στά μάτια τών άλλων καί μάλλον στά φανερά. ’Έτσι προήλθε καί ή παροιμία: «ή ντροπή είναι στά μάτια». Γι’ αυτό ντρεπόμαστε περισσότερο αυτούς πού θά βρίσκονται πάντοτε κοντά μας κι αυτούς πού μάς προσέχουν, γιατί καί στις δυο περιπτώσεις είμαστε μπροστά στά μάτια τους.
Ντρεπόμαστε επίσης τούς ανθρώπους πού δέν κατηγορούνται γιά τά ίδια πράγματα μέ μάς, γιατί είναι φανερό ότι αυτοί φρονούν τά αντίθετα άπό μάς. Κι αυτούς πού δέν συγχωρούν εύκολα εκείνους πού φαίνονται ότι σφάλλουν. Γιατί για όσα κάνει κανείς ό ίδιος, δέν μέμφεται ποτέ τούς άλλους. «Ώστε είναι φανερό ότι τούς μέμφεται γιά όσα δέν πράττει ό ίδιος. Καί κείνους που έχουν τή συνήθεια νά εξαγγέλλουν στους πολλούς τά σφάλματά μας.
Γιατί δέν διαφέρει καθόλου τό νά μή διαδίδης ένα σφάλμα από τό νά μην τό θεωρής σφάλμα. Τώρα διαδίδουν τά σφάλματά μας αυτοί που έχουν άδικηθή από μάς κι οί κακολόγοι. Γιατί αφού κατηγορούν κι αυτούς πού δε σφάλλουν, πολύ περισσότερο κατηγορούν αυτούς που σφάλλουν. Καί κείνους πού περνούν τον καιρό τους ασχολούμενοι με τά σφάλματα των άλλων, όπως είναι, επί παραδείγματι, οί χλευασταί κι οί συγγραφείς κωμωδιών. Γιατί κατά κάποιον τρόπο αυτοί είναι κακολόγοι καί συνηθίζουν νά σπερμολογούν. Καί, κεΐνους πού ποτέ δέν μάς άρνήθηκαν κάτι πού τούς ζητήσαμε. Γιατί φαίνονται σά νά μάς θαυμάζουν. Γι’ αυτό και ντρεπόμαστε τούς ανθρώπους πού γιά πρώτη φορά μάς παρακάλεσαν γιά κάτι, γιατί ποτέ μέχρι τώρα δέν τούς δώσαμε αφορμή νά σχηματίσουν κακή γνώμη γιά μάς.
Καί τέτοιοι είναι αυτοί πού μόλις τώρα θέλουν νά γίνουν φίλοι μας (γιατί έχουν προσέξει τήν καλύτερη πλευρά τού εαυτού μας, γι’ αυτό καί ήταν εύστοχη ή απόκριση τοϋ Ευριπίδη πρός τούς Συρακόσιους καί άπό τούς παλιούς γνωστούς μας όσοι δέν ξέρουν τίποτε εις βάρος μας. Οί άνθρωποι ντρέπονται όχι μόνο γιά τά πράγματα πού προκαλούν ντροπή, γιά τά όποια μιλήσαμε, αλλά καί μέ τις ένδείξεις τους, επί παραδείγματα όχι μόνο όταν κάνουμε έρωτα, αλλά καί όταν κάνουμε τά σχήματα αυτού.
Καί όχι μόνο όταν κάνουμε αισχρές πράξεις, αλλά καί όταν αίσχρολογούμε. Επίσης, δέν ντρεπόμαστε μόνο αυτούς πού άναφέραμε, αλλά καί αυτούς πού θά ανακοινώσουν σέ αυτούς τις πράξεις μας, όπως είναι οί υπηρέτες κι οι φίλοι τους. Γενικά δέν ντρεπόμαστε αυτούς, των όποιων καταφρονούμε τή γνώμη σχετικά μέ τήν αλήθεια (γιατί κανείς δέν ντρέπεται τά παιδιά καί τά ζώα), ούτε ντρεπόμαστε γιά τά ίδια πράγματα τούς γνωστούς καί άγνώστους, αλλά τούς γνωστούς τούς ντρεπόμαστε γιά κείνα πού είναι αληθινά πράγματα τής ντροπής, ένώ τούς αγνώστους γιά όσα απαγορεύει ό νόμος.
Καί τώρα οι άνθρωποι μπορεί νά νοιώσουν ντροπή όταν βρεθούν στις ακόλουθες συνθήκες. Πρώτα-πρώτα, άν βρεθούν μπροστά σέ πρόσωπα με τά όποια έχουν τέτοια σχέση σάν αυτή πού, όπως άναφέραμε, προκαλεί ντροπή. Καί τέτοια είναι πρόσωπα πού ή τά θαυμάζουμε ή μάς θαυμάζουν ή πρόσωπα από τά όποια θέλουμε νά θαυμαζόμαστε, ή πρόσωπα των όποιων χρειαζόμαστε τις υπηρεσίες τους καί δέν θά τις έπιτύχουμε, άν δεν έχουμε καλό όνομα.
Επίσης τέτοια είναι καί τά πρόσωπα πού μάς βλέπουν, όπως ό Κυδίας, ό όποιος όταν μιλούσε στο λαό γιά τις κληρουχίες τής Σάμου, ζήτησε άπό τούς Αθήναίους νά φανταστούν ότι στέκουν γύρω τους όλοι οι Ελληνες καί τούς βλέπουν, δέν θά άκούσουν απλώς τις αποφάσεις τους.
Επίσης ντρεπόμαστε άν τά πρόσωπα αυτά είναι πλησίον ή άν πρόκειται νά λάβουν γνώσι τών πράξεών μας. Γι’ αυτό καί δέν θέλουμε ποτέ νά μάς βλέπουν οί άνταγωνισταί μας, όταν δέν τά καταφέρουμε. Γιατί οί άνταγωνισταί μας μάς έχουν εκτίμηση. Ντρεπόμαστε ακόμα κι όταν συνδεόμαστε με πράξεις ή πράγματα (πού προκαλούν ντροπή) ή δικά μας ή τών προγόνων μας ή άλλων, μέ τούς οποίους έχουμε κάποιο συγγενικό δεσμό.
Καί γενικά, οί άνθρωποι ντρέπονται μπροστά σέ αυτούς πού σέβονται. Καί τέτοιοι είναι αυτοί τούς όποιους άναφέραμε καί όσοι έχουν κάποια σχέση μέ αυτούς, καί των οποίων υπήρξαμε δάσκαλοι ή σύμβουλοι, ή άν εχουμε άλλους ανταγωνιστάς, όμοιους μέ μάς. Γιατί από ντροπή πρός αυτούς τούς ανθρώπους καί πολλά κάνουμε καί πολλά αποφεύγουμε.
Καί περισσότερο ντρεπόμαστε όταν πρόκειται νά μας ίδούν νά συναναστρεφόμαστε φανερά έκείνους πού γνωρίζουν τά σχετικά μέ εμάς. Γι’ αυτό κι ό ποιητής Άντιφών, όταν έπρόκειτο νά θανατωθή μέ άποτυμπανισμό από τον Διονύσιο τον τύραννο, είπε πρός τούς μελλοθανάτους συγκαταδίκους του, πού σκέπαζαν τό πρόσωπό τους περνώντας μπροστά από τό πλήθος: «Τί σκεπάζεστε;», τούς λέει. «Ή μήπως αύριο πρόκειται νά σάς ίδή κανένας άπό αύτούς;».
Αυτά γιά τή ντροπή. Τώρα γιά τήν αναισχυντία είναι φανερό ότι θά μπορέσουμε νά διδαχθούμε άπό τά άντίθετα.
Αριστοτέλους Ρητορική Τέχνη
Το είδαμε εδώ
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
ΣΤΟ FACEBOOK Ή ΣΤΟ BLOGGER👇
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αγαπητοί αναγνώστες, ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε.