Συνέχεια από το Α' Μέρος
Ο Γαλιλαίος συνδέθηκε με το λαϊκό πανεπιστήμιο της Πάδοβας, το οποίο ήταν από τα ελάχιστα μη θεολογικά, αφήνοντας πιθανόν μεγαλύτερη ελευθερία στο πεδίο των ερευνών. Η αναλυτική σχολή της Πάδοβας έδωσε έμφαση στην «ευρετική διαδικασία» (heuristics). Πρόκειται για καθαρά μαθηματικό τύπο ανάλυσης των φαινομένων, που αποτελείται από δύο στάδια, την ανάλυση και τη σύνθεση. Στη μεν ανάλυση, μελετώνται τα αποτελέσματα ώστε να βρεθούν τα αίτια, στη δε σύνθεση ακολουθείται η αντίστροφη οδός, προς επιβεβαίωση των προτάσεων. Αποφεύγεται ο άκρατος ενορατισμός και γίνεται προσπάθεια συστηματικού ορισμού της μεθόδου αναγωγής στις πρωταρχικές αιτίες των φαινομένων. Δυστυχώς παραμελήθηκε η πειραματική διαδικασία, απαραίτητο στοιχείο της νεώτερης επιστήμης, όπως αυτή διαμορφώνεται.
Η φύση αρχίζει να γίνεται κατανοητή ως ένα μηχανικό σύστημα. Παρόλα όμως τα μέχρι στιγμής επιτεύγματα της ανθρώπινης διάνοιας, δεν έχει καταφέρει να εκφραστεί μια πλήρης κοσμοθεωρία, στην οποία αυτά να εντάσσονται. Την ανάγκη αυτή θα ικανοποιήσει το έργο του Ισαάκ Νεύτωνα (Sir Isaac Newton, 1642-1727). Στις έρευνες που πραγματοποίησε σχετικά με τη φύση του φωτός, ακολουθεί τη διαδικασία της παρατήρησης και του πειραματικού ελέγχου της προς απόδειξιν θεωρίας. Η αναζήτηση της (επιστημονικής) αλήθειας, θα ακολουθεί πλέον αυτό το μονοπάτι.
Προχωρεί στην έκφραση της σωματιδιακής ερμηνείας του φωτός, σχηματίζοντας την κοσμοθεωρία του, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος «…είναι φτιαγμένος κυρίως από κενό. Είναι ένα άπειρο κενό, του οποίου μόνο ένα πολύ μικρό μέρος - ένα απειροστό - καταλαμβάνεται από την ύλη, από σώματα που ανεξάρτητα και χωρίς κανένα δεσμό, κινούνται ελεύθερα και ανεμπόδιστα μέσα σ’ αυτή την άβυσσο χωρίς όρια και χωρίς τέλος»[15]. Το 1672 εφηύρε το κατοπτρικό τηλεσκόπιο, διευκολύνοντας τη λεπτομερέστερη παρατήρηση των ουρανών. Η μαθηματική του προσέγγιση είναι πρωτότυπη, καθώς χρησιμοποιεί το διαφορικό λογισμό (fluxions) και τον ολοκληρωτικό λογισμό.
Το 1687 δημοσιεύει το έργο του Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας (Philosophiae naturalis principia mathematica), όπου εκθέτει την κοσμοθεωρία του. Το έργο βασίζεται σε τρία «αξιώματα, ή νόμους της κίνησης» (axioms, or law of motion). Ο νόμος της αδράνειας, ο νόμος όπου κάθε αλλαγή στην κίνηση ενός σώματος, είναι ανάλογη με το μέγεθος της δύναμης που την προκαλεί και ο νόμος δράσης - αντίδρασης, αποτελούν «το καθολικό πλαίσιο για την κατανόηση της συμπεριφοράς όλων ανεξαιρέτως των υλικών σωμάτων εντός του σύμπαντος»[16]. Παγκόσμια σταθερά η βαρύτητα, από όπου συμπεραίνει το νόμο της έλξης. Στο systema mundi του Νεύτωνα, το κάθε άτομο αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα, αδιάκοπα, σύμφωνα με το νόμο αυτό. Μια μαγική δύναμη, προσδιορίζει τον τρόπο που ένα σωματίδιο έλκει ένα άλλο, ανεξαρτήτως αποστάσεως και η οποία ισχύει σε κάποιο, έστω απειροστό, βαθμό και παντού.
Ο Νεύτωνας συνέθεσε με επιτυχία τα κομμάτια αυτού του κοσμικού πάζλ και μελέτησε πώς και σε ποιο βαθμό σχετίζονται αναλογικά μεταξύ τους. Επέβαλε νέους «κανόνες λογισμού στη φιλοσοφία»[17], στα πλαίσια του γεωμετρικού σύμπαντος στην παράδοση της σκέψης του Αρχιμήδη και του Ευκλείδη[18]. Απέδειξε με τον τρόπο της επαγωγής, των εμπειρικών δεδομένων και της πειραματικής μεθόδου, ορθές υποθέσεις, αποφεύγοντας τις αυθαίρετες εικασίες και συμπεράσματα (Hypothesis non fingo)[19]. Ταυτόχρονα δεν απέκλειε την έμπνευση από κάποιες εικασίες, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν το έργο του, εάν επαληθεύονταν πειραματικά. Σε κάθε περίπτωση, εκδηλώνεται η βεβαιότητα ότι «η παρουσία της φυσικής αιτίας εγγυάται την ύπαρξη εν καιρώ και του αποτελέσματος που προβλέπει η θεωρία»[20].
Τέλος ο Νεύτων πίστευε πως η τελειότητα (γεωμετρική αρμονία) του σύμπαντος, είναι δημιούργημα κάποιου τέλειου όντος και τίποτα δε ξεπερνάει σε τελειότητα τον Θεό. Ο Θεός του Νεύτωνα είναι πάνω απ’ όλα Θεός-μηχανικός και γνωρίζει τα αναπόφευκτα αποτελέσματα μιας σχέσης, που βασίζεται στην αλάνθαστη θεωρία. Τα παραπάνω οδήγησαν σε έναν «αιτιοκρατικό τρόπο του σκέπτεσθαι (ντετερμινισμός, determinism)»[21] και ανέπτυξαν την ιδέα της φυσικής θρησκείας με Θεό-αρχιτέκτονα, που ορίζει το πώς τα φαινόμενα θα εξελιχθούν μέσω γεωμετρικών κανόνων. Όλο το κίνημα του Διαφωτισμού, επηρεάστηκε από αυτές τις ιδέες, δίνοντας πιθανόν τις βάσεις του ελεύθερου τεκτονισμού, που άνθισε τον 18ο αιώνα.
Από τον νομιναλισμό του Όκκαμ, τον αναγεννησιακό πλατωνισμό που επηρέασε καταλυτικά την σκέψη του Κοπέρνικου, του Κέπλερ, και του Γαλιλαίου[22], την μηχανιστική ερμηνεία της φύσης και όλες τις ανακαλύψεις που μεσολάβησαν, (ο Νεύτωνας) έθεσε τα πάντα στην υπηρεσία της δικιάς του κοσμοθεωρίας, με βάση την απλή αρχική διαπίστωση του νόμου της βαρύτητας. Το έργο του είναι μια ολοκληρωμένη απόδοση, των επιτευγμάτων των φιλοσόφων από την εποχή του Κοπέρνικου τουλάχιστον και μπορεί να συγκριθεί σε πληρότητα, μόνο με την κοσμοθεωρία του Αριστοτέλη, καθώς ο Φιλόσοφος μπορεί να έσφαλε σε αρκετές υποθέσεις, όμως ο τρόπος σκέψης του δεν ήταν αντιεπιστημονικός.
Την παραπάνω πρόταση θα πρέπει να φέρουμε στο νου μας, μελετώντας τη συνέχεια της επιστημονικής παράδοσης ανά τους αιώνες. Εάν η μετάβαση στη νεώτερη Επιστήμη, συμβολίζεται με την καταδίκη του Γαλιλαίου από την εκκλησιαστική καθεστηκυία τάξη, αυτό δε σημαίνει ότι δεν προηγήθηκαν πνευματικά πονήματα που συνέβαλαν στη μετάβαση αυτή. Χωρίς το φθοροποιό έργο της σχολαστικής διδασκαλίας πάνω στο αριστοτελικό κοσμοείδωλο, η χρονική περίοδος της λεγόμενης Αναγέννησης, πιθανόν να είχε οριστεί διαφορετικά, να μην είχε βαπτιστεί με αυτό το όνομα από τον Burckhardt[23] και αναγνωριστεί ως τέτοια από την επιστημονική κοινότητα.
Επίσης, δε θα μπορούσε να υπάρξει αλλαγή της επιστημονικής μεθοδολογίας, όπως υποστηρίζει ο Crombie[24]. Το γεγονός ότι υπήρξε, δε σημαίνει ότι πρέπει να σταθούμε μόνο στη μεθοδολογία. Ο Koyré, επισημαίνει πως «η «Επιστημονική Επανάσταση του 16ου και του 17ου αιώνα δεν ήταν εκβλάστηση ή επέκταση της μεσαιωνικής επιστήμης, αλλά μια πνευματική \"μετάλλαξη\" που οδήγησε στη διάλυση της μεσαιωνικής κοσμοθεώρησης»[25]. Η αλλαγή της επιστημονικής μεθοδολογίας, αποτελεί μέρος των καθολικών αλλαγών στον τρόπο του σκέπτεσθαι.
Συνακολούθως, η ιστορία της φιλοσοφίας των επιστημών, δε μπορεί να γραφτεί μόνο από επιμέρους επιτεύγματα και επισήμανση μεταιχμιακών καταστάσεων, όπως η θεωρία της «αλλαγής υποδείγματος» (ή παραδείγματος) του Kuhn. Η αντιμετώπιση αυτή και μόνο, κινδυνεύει να υποβιβάσει την αξία της ιστορίας των επιστημών, σε απλή καταγραφή γεγονότων. Ο Hall διατυπώνει τη σχετική επίκριση «υποστηρίζοντας ότι η επιστημονική επανάσταση \"αρνείται να διαλυθεί σε αποσπάσματα\", αλλά αποτελεί \"μιαν αρραγή και συναρμοσμένη σειρά νέων ανακαλύψεων συνδυασμένων με αλλαγές στο χώρο των ιδεών, και αποτελεί αυθαιρεσία να τη διασπάμε σε κεφάλαια που αφορούν συγκεκριμένα προβλήματα\"»[26]. Κοντολογίς, η μελέτη και συσχέτιση των φιλοσοφικών ιδεών, μας δίνει το εύρος και την αξία της εξελικτικής τους διαδικασίας. Πιθανόν, αυτή η οδός, να είναι και η προσφορότερη για διεξαγωγή συμπερασμάτων.
Η διαμάχη των επιστημών, πάνω σε αυτό το ζήτημα δεν έχει λήξει και αυτό καταδεικνύει τη σοβαρότητα και πολυπλοκότητα του ζητήματος. Η ανάλυση που επιχειρήσαμε, απλώς διαπιστώνει κάποια ιστορικά γεγονότα και προσπαθεί να μελετήσει τα αποτελέσματα των αλληλεπιδράσεων που παρατηρούνται, στην εξέλιξη των ανθρώπινων ιδεών. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής σίγουρα δεν είναι τα μόνα πιθανά. Καθώς όμως δε μπορεί να υπάρξει πόνημα αλάνθαστο, εκτός ίσως από τα δημιουργήματα του Θεού, όπως θα μπορούσε να είχε πει ο Νεύτων, θα πρέπει να εκτιμήσουμε τη διάνοια και την εργασία φιλοσόφων παρελθόντων ετών, στα πλαίσια αναφοράς τους. Με την ελπίδα πως και στην δικιά μας περίπτωση, «…οι μελλοντικές γενιές θα μας κάνουν την ανάλογη χάρη»[27], οφείλουμε να ενθαρρύνουμε τη συμπλήρωση και διόρθωση τυχόν λαθών των ισχυόντων θεωριών αλλά και ερευνών, αποκλείοντας μανιχαϊστικές αντιλήψεις, προς αναζήτηση της αλήθειας.
Σημειώσεις - παραπομπές
[1] βλ. J. Losee, Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 61
[2] ό.π., σ. 37
[3] ό.π., σ. 47
[4] A. Koyré, Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, μτφρ. Β. Κάλφας - Ζ. Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1991, σ. 49
[5] Π. Βαλλιανός, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β’, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σ. 23
[6] D.C. Lindberg, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, ΕΜΠ, Αθήνα, 1997, σ. 521
[7] Π. Βαλλιανός, σ. 29
[8] Α. Koyré, σ. 51
[9] βλ. J. Losee, σ. 70-71
[10] Π. Βαλλιανός, σ. 30
[11] ό.π.
[12] Α. Koyré, σ. 51
[13] βλ. J. Losee, σ. 73-76
[14] A. Koyré, σ. 51
[15] ό.π., σ. 56
[16] Π. Βαλλιανός, σ. 56
[17] βλ. J. Losee, σ. 133
[18] βλ. ό.π., σ. 41
[19] βλ. ό.π., σ. 131-133
[20] Π. Βαλλιανός, σ. 58
[21] βλ. ό.π.
[22] βλ. J. Losee, σ. 71, 73, 81.
[23] βλ. D.C. Lindberg, σ. 506
[24] βλ. ό.π., σ. 509-510
[25] ό.π., σ. 510
[26] ό.π., σ. 521
[27] ό.π., σ. 517
Βιβλιογραφία.
Βαλλιανός Π., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β’, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
Losee J. ., Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993
Lindberg D.C. ., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, ΕΜΠ, Αθήνα, 1997
Koyré A. ., Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, μτφρ. Β. Κάλφας - Ζ. Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1991
© 2008 Θεόδωρος Α. Κοτσιλιέρης
Το είδαμε εδώ
Ο Γαλιλαίος συνδέθηκε με το λαϊκό πανεπιστήμιο της Πάδοβας, το οποίο ήταν από τα ελάχιστα μη θεολογικά, αφήνοντας πιθανόν μεγαλύτερη ελευθερία στο πεδίο των ερευνών. Η αναλυτική σχολή της Πάδοβας έδωσε έμφαση στην «ευρετική διαδικασία» (heuristics). Πρόκειται για καθαρά μαθηματικό τύπο ανάλυσης των φαινομένων, που αποτελείται από δύο στάδια, την ανάλυση και τη σύνθεση. Στη μεν ανάλυση, μελετώνται τα αποτελέσματα ώστε να βρεθούν τα αίτια, στη δε σύνθεση ακολουθείται η αντίστροφη οδός, προς επιβεβαίωση των προτάσεων. Αποφεύγεται ο άκρατος ενορατισμός και γίνεται προσπάθεια συστηματικού ορισμού της μεθόδου αναγωγής στις πρωταρχικές αιτίες των φαινομένων. Δυστυχώς παραμελήθηκε η πειραματική διαδικασία, απαραίτητο στοιχείο της νεώτερης επιστήμης, όπως αυτή διαμορφώνεται.
Η φύση αρχίζει να γίνεται κατανοητή ως ένα μηχανικό σύστημα. Παρόλα όμως τα μέχρι στιγμής επιτεύγματα της ανθρώπινης διάνοιας, δεν έχει καταφέρει να εκφραστεί μια πλήρης κοσμοθεωρία, στην οποία αυτά να εντάσσονται. Την ανάγκη αυτή θα ικανοποιήσει το έργο του Ισαάκ Νεύτωνα (Sir Isaac Newton, 1642-1727). Στις έρευνες που πραγματοποίησε σχετικά με τη φύση του φωτός, ακολουθεί τη διαδικασία της παρατήρησης και του πειραματικού ελέγχου της προς απόδειξιν θεωρίας. Η αναζήτηση της (επιστημονικής) αλήθειας, θα ακολουθεί πλέον αυτό το μονοπάτι.
Προχωρεί στην έκφραση της σωματιδιακής ερμηνείας του φωτός, σχηματίζοντας την κοσμοθεωρία του, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος «…είναι φτιαγμένος κυρίως από κενό. Είναι ένα άπειρο κενό, του οποίου μόνο ένα πολύ μικρό μέρος - ένα απειροστό - καταλαμβάνεται από την ύλη, από σώματα που ανεξάρτητα και χωρίς κανένα δεσμό, κινούνται ελεύθερα και ανεμπόδιστα μέσα σ’ αυτή την άβυσσο χωρίς όρια και χωρίς τέλος»[15]. Το 1672 εφηύρε το κατοπτρικό τηλεσκόπιο, διευκολύνοντας τη λεπτομερέστερη παρατήρηση των ουρανών. Η μαθηματική του προσέγγιση είναι πρωτότυπη, καθώς χρησιμοποιεί το διαφορικό λογισμό (fluxions) και τον ολοκληρωτικό λογισμό.
Το 1687 δημοσιεύει το έργο του Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας (Philosophiae naturalis principia mathematica), όπου εκθέτει την κοσμοθεωρία του. Το έργο βασίζεται σε τρία «αξιώματα, ή νόμους της κίνησης» (axioms, or law of motion). Ο νόμος της αδράνειας, ο νόμος όπου κάθε αλλαγή στην κίνηση ενός σώματος, είναι ανάλογη με το μέγεθος της δύναμης που την προκαλεί και ο νόμος δράσης - αντίδρασης, αποτελούν «το καθολικό πλαίσιο για την κατανόηση της συμπεριφοράς όλων ανεξαιρέτως των υλικών σωμάτων εντός του σύμπαντος»[16]. Παγκόσμια σταθερά η βαρύτητα, από όπου συμπεραίνει το νόμο της έλξης. Στο systema mundi του Νεύτωνα, το κάθε άτομο αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα, αδιάκοπα, σύμφωνα με το νόμο αυτό. Μια μαγική δύναμη, προσδιορίζει τον τρόπο που ένα σωματίδιο έλκει ένα άλλο, ανεξαρτήτως αποστάσεως και η οποία ισχύει σε κάποιο, έστω απειροστό, βαθμό και παντού.
Ο Νεύτωνας συνέθεσε με επιτυχία τα κομμάτια αυτού του κοσμικού πάζλ και μελέτησε πώς και σε ποιο βαθμό σχετίζονται αναλογικά μεταξύ τους. Επέβαλε νέους «κανόνες λογισμού στη φιλοσοφία»[17], στα πλαίσια του γεωμετρικού σύμπαντος στην παράδοση της σκέψης του Αρχιμήδη και του Ευκλείδη[18]. Απέδειξε με τον τρόπο της επαγωγής, των εμπειρικών δεδομένων και της πειραματικής μεθόδου, ορθές υποθέσεις, αποφεύγοντας τις αυθαίρετες εικασίες και συμπεράσματα (Hypothesis non fingo)[19]. Ταυτόχρονα δεν απέκλειε την έμπνευση από κάποιες εικασίες, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν το έργο του, εάν επαληθεύονταν πειραματικά. Σε κάθε περίπτωση, εκδηλώνεται η βεβαιότητα ότι «η παρουσία της φυσικής αιτίας εγγυάται την ύπαρξη εν καιρώ και του αποτελέσματος που προβλέπει η θεωρία»[20].
Τέλος ο Νεύτων πίστευε πως η τελειότητα (γεωμετρική αρμονία) του σύμπαντος, είναι δημιούργημα κάποιου τέλειου όντος και τίποτα δε ξεπερνάει σε τελειότητα τον Θεό. Ο Θεός του Νεύτωνα είναι πάνω απ’ όλα Θεός-μηχανικός και γνωρίζει τα αναπόφευκτα αποτελέσματα μιας σχέσης, που βασίζεται στην αλάνθαστη θεωρία. Τα παραπάνω οδήγησαν σε έναν «αιτιοκρατικό τρόπο του σκέπτεσθαι (ντετερμινισμός, determinism)»[21] και ανέπτυξαν την ιδέα της φυσικής θρησκείας με Θεό-αρχιτέκτονα, που ορίζει το πώς τα φαινόμενα θα εξελιχθούν μέσω γεωμετρικών κανόνων. Όλο το κίνημα του Διαφωτισμού, επηρεάστηκε από αυτές τις ιδέες, δίνοντας πιθανόν τις βάσεις του ελεύθερου τεκτονισμού, που άνθισε τον 18ο αιώνα.
Από τον νομιναλισμό του Όκκαμ, τον αναγεννησιακό πλατωνισμό που επηρέασε καταλυτικά την σκέψη του Κοπέρνικου, του Κέπλερ, και του Γαλιλαίου[22], την μηχανιστική ερμηνεία της φύσης και όλες τις ανακαλύψεις που μεσολάβησαν, (ο Νεύτωνας) έθεσε τα πάντα στην υπηρεσία της δικιάς του κοσμοθεωρίας, με βάση την απλή αρχική διαπίστωση του νόμου της βαρύτητας. Το έργο του είναι μια ολοκληρωμένη απόδοση, των επιτευγμάτων των φιλοσόφων από την εποχή του Κοπέρνικου τουλάχιστον και μπορεί να συγκριθεί σε πληρότητα, μόνο με την κοσμοθεωρία του Αριστοτέλη, καθώς ο Φιλόσοφος μπορεί να έσφαλε σε αρκετές υποθέσεις, όμως ο τρόπος σκέψης του δεν ήταν αντιεπιστημονικός.
Την παραπάνω πρόταση θα πρέπει να φέρουμε στο νου μας, μελετώντας τη συνέχεια της επιστημονικής παράδοσης ανά τους αιώνες. Εάν η μετάβαση στη νεώτερη Επιστήμη, συμβολίζεται με την καταδίκη του Γαλιλαίου από την εκκλησιαστική καθεστηκυία τάξη, αυτό δε σημαίνει ότι δεν προηγήθηκαν πνευματικά πονήματα που συνέβαλαν στη μετάβαση αυτή. Χωρίς το φθοροποιό έργο της σχολαστικής διδασκαλίας πάνω στο αριστοτελικό κοσμοείδωλο, η χρονική περίοδος της λεγόμενης Αναγέννησης, πιθανόν να είχε οριστεί διαφορετικά, να μην είχε βαπτιστεί με αυτό το όνομα από τον Burckhardt[23] και αναγνωριστεί ως τέτοια από την επιστημονική κοινότητα.
Επίσης, δε θα μπορούσε να υπάρξει αλλαγή της επιστημονικής μεθοδολογίας, όπως υποστηρίζει ο Crombie[24]. Το γεγονός ότι υπήρξε, δε σημαίνει ότι πρέπει να σταθούμε μόνο στη μεθοδολογία. Ο Koyré, επισημαίνει πως «η «Επιστημονική Επανάσταση του 16ου και του 17ου αιώνα δεν ήταν εκβλάστηση ή επέκταση της μεσαιωνικής επιστήμης, αλλά μια πνευματική \"μετάλλαξη\" που οδήγησε στη διάλυση της μεσαιωνικής κοσμοθεώρησης»[25]. Η αλλαγή της επιστημονικής μεθοδολογίας, αποτελεί μέρος των καθολικών αλλαγών στον τρόπο του σκέπτεσθαι.
Συνακολούθως, η ιστορία της φιλοσοφίας των επιστημών, δε μπορεί να γραφτεί μόνο από επιμέρους επιτεύγματα και επισήμανση μεταιχμιακών καταστάσεων, όπως η θεωρία της «αλλαγής υποδείγματος» (ή παραδείγματος) του Kuhn. Η αντιμετώπιση αυτή και μόνο, κινδυνεύει να υποβιβάσει την αξία της ιστορίας των επιστημών, σε απλή καταγραφή γεγονότων. Ο Hall διατυπώνει τη σχετική επίκριση «υποστηρίζοντας ότι η επιστημονική επανάσταση \"αρνείται να διαλυθεί σε αποσπάσματα\", αλλά αποτελεί \"μιαν αρραγή και συναρμοσμένη σειρά νέων ανακαλύψεων συνδυασμένων με αλλαγές στο χώρο των ιδεών, και αποτελεί αυθαιρεσία να τη διασπάμε σε κεφάλαια που αφορούν συγκεκριμένα προβλήματα\"»[26]. Κοντολογίς, η μελέτη και συσχέτιση των φιλοσοφικών ιδεών, μας δίνει το εύρος και την αξία της εξελικτικής τους διαδικασίας. Πιθανόν, αυτή η οδός, να είναι και η προσφορότερη για διεξαγωγή συμπερασμάτων.
Η διαμάχη των επιστημών, πάνω σε αυτό το ζήτημα δεν έχει λήξει και αυτό καταδεικνύει τη σοβαρότητα και πολυπλοκότητα του ζητήματος. Η ανάλυση που επιχειρήσαμε, απλώς διαπιστώνει κάποια ιστορικά γεγονότα και προσπαθεί να μελετήσει τα αποτελέσματα των αλληλεπιδράσεων που παρατηρούνται, στην εξέλιξη των ανθρώπινων ιδεών. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής σίγουρα δεν είναι τα μόνα πιθανά. Καθώς όμως δε μπορεί να υπάρξει πόνημα αλάνθαστο, εκτός ίσως από τα δημιουργήματα του Θεού, όπως θα μπορούσε να είχε πει ο Νεύτων, θα πρέπει να εκτιμήσουμε τη διάνοια και την εργασία φιλοσόφων παρελθόντων ετών, στα πλαίσια αναφοράς τους. Με την ελπίδα πως και στην δικιά μας περίπτωση, «…οι μελλοντικές γενιές θα μας κάνουν την ανάλογη χάρη»[27], οφείλουμε να ενθαρρύνουμε τη συμπλήρωση και διόρθωση τυχόν λαθών των ισχυόντων θεωριών αλλά και ερευνών, αποκλείοντας μανιχαϊστικές αντιλήψεις, προς αναζήτηση της αλήθειας.
Σημειώσεις - παραπομπές
[1] βλ. J. Losee, Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 61
[2] ό.π., σ. 37
[3] ό.π., σ. 47
[4] A. Koyré, Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, μτφρ. Β. Κάλφας - Ζ. Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1991, σ. 49
[5] Π. Βαλλιανός, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β’, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σ. 23
[6] D.C. Lindberg, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, ΕΜΠ, Αθήνα, 1997, σ. 521
[7] Π. Βαλλιανός, σ. 29
[8] Α. Koyré, σ. 51
[9] βλ. J. Losee, σ. 70-71
[10] Π. Βαλλιανός, σ. 30
[11] ό.π.
[12] Α. Koyré, σ. 51
[13] βλ. J. Losee, σ. 73-76
[14] A. Koyré, σ. 51
[15] ό.π., σ. 56
[16] Π. Βαλλιανός, σ. 56
[17] βλ. J. Losee, σ. 133
[18] βλ. ό.π., σ. 41
[19] βλ. ό.π., σ. 131-133
[20] Π. Βαλλιανός, σ. 58
[21] βλ. ό.π.
[22] βλ. J. Losee, σ. 71, 73, 81.
[23] βλ. D.C. Lindberg, σ. 506
[24] βλ. ό.π., σ. 509-510
[25] ό.π., σ. 510
[26] ό.π., σ. 521
[27] ό.π., σ. 517
Βιβλιογραφία.
Βαλλιανός Π., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β’, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
Losee J. ., Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993
Lindberg D.C. ., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, ΕΜΠ, Αθήνα, 1997
Koyré A. ., Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, μτφρ. Β. Κάλφας - Ζ. Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1991
© 2008 Θεόδωρος Α. Κοτσιλιέρης
Το είδαμε εδώ
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
ΣΤΟ FACEBOOK Ή ΣΤΟ BLOGGER👇
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αγαπητοί αναγνώστες, ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε.