BREAKING NEWS
latest

Μυστικισμός και θρησκευτική πίστη (Α' Μέρος)


Έκσταση και ενόραση


Πολλές φορές ο μυστικισμός υποχώρησε, κρυβόμενος στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, για να επανεμφανιστεί πιο δυνατός όταν οι περιστάσεις τον καλούσαν. Μια τέτοια έντονη επανεμφάνιση του μυστικισμού ζούμε σήμερα όπου πολλά ανήσυχα πνεύματα απορρίπτουν το σχετικό και ζητούν το απόλυτο. Τώρα ο όρος «Μυστικισμός» προέρχεται από το ρήμα μυέω-μυώ που σημαίνει καθοδηγώ κάποιον, του διδάσκω κάτι. 


Πολλές φορές μάλιστα οι μυούμενοι οδηγούνταν από τους μύστες στην αποκάλυψη έχοντας δεμένα τα μάτια τους. προκειμένου να μη δουν κατά την διάρκεια της μύησης ό,τι δεν έπρεπε. Από την φύση της λοιπόν η ίδια η λέξη έχει κάποια σχέση με το μυστήριο. Από την εμφάνιση του μυστικισμού ως «οδού θεογνωσίας», είτε μέσω της «έκστασης» είτε μέσω της «ενόρασης», έγιναν πολλές προσπάθειες τόσο για να εξιχνιαστεί η φύση του ως φαινομένου όσο και για να ανακαλυφθεί το τι ωθεί την ανθρώπινη ψυχή προς αυτόν. 


Έτσι μετά από πολύ έρευνα «έκσταση» ονομάστηκε η απομάκρυνση από την κανονική κατάσταση του ανθρώπου, η απότομη αλλαγή στη σκέψη ή τη διάθεσή του. Η λέξη σημαίνει επίσης κατάσταση δέους ή κατάπληξης, όπως όταν ο Ιησούς μιλούσε με τους μαθητές Του και οι θεατές εξίσταντο, «έμεναν έκθαμβοι». (κατά Λουκάν, β΄ 47). Μπορεί επίσης να σημαίνει υστερία ή παραφροσύνη, όπως στον Αριστοτέλη και στους ιατρικούς συγγραφείς. (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1149 b 35, εξέστηκε της φύσεως ώσπερ οι μαινόμενοι, Ιπποκράτης, Προρρητικόν, 2,9, αι…μελαγχολικαί αύται εκστάσεις οι λυσιτελέες…κ.λπ.) 


Επίσης. μπορεί να σημαίνει κατοχή του ανθρώπου είτε από θεϊκό πνεύμα (όπως στην περίπτωση των προφητών της Π. Διαθήκης) ή άλλο (όπως η έκσταση την οποία αποδίδει ο Ωριγένης στην Πυθία). (Ωριγένης, Κατά Κέλσου, 7.3.) Σε αυτήν την περίπτωση όμως δεν πρόκειται περί έκστασης που έχει σχέση με τη μυστική ένωση αλλά περί προσωρινής κατοχής, της γνωστής και ως «πνευματικής καταληψίας». Το υπερκόσμιο πνεύμα εισέρχεται στον άνθρωπο χωρίς να υψώνεται ο άνθρωπος πάνω από το σώμα του είτε με δικές του ενέργειες είτε με ενέργειες κάποιου άλλου. 


Αυτό φυσικά δεν έχει σχέση με την χριστιανική «μυστική έκσταση», η οποία είναι περισσότερο «ενόραση», άπλωμα και παράδοση του εαυτού, έφεση προς την επαφή και ταυτόχρονα γαλήνη και πνευματική προσπάθεια προσαρμογής. Η ανθρώπινη ψυχή δεν εκμηδενίζεται αλλά ταυτίζεται με την θεϊκή της φύση. Όμως και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν σαμείς ομοιότητες με τις αποκαλούμενες παγανιστικές εμπειρίες. 


Η διαφορά και πάλι είναι ότι ο παγανιστής που επιδιώκει την ταύτιση, το κάνει για να αποκτήσει προσωπική δύναμη και μαγικοποιεί κάποιες λέξεις τις οποίες πιστεύει ικανές να προκαλέσουν την ένωση, κάτι που δεν απαντάται εν γένει στο Χριστιανισμό. Η μυστική ένωση είναι εμπειρία μικρής διάρκειας η οποία κατά κανόνα συμβαίνει μόνο ύστερα από μεγάλα χρονικά διαστήματα και πολύ κόπο. 


Η unio mystica η οποία αναγνωρίστηκε από την εκκλησία είναι μια στιγμιαία φώτιση που χορηγείται μόνο ευκαιριακά και ίσως μόνο για μία φορά κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Οποιαδήποτε ενέργεια και εάν ελευθερώθηκε οποιαδήποτε ασφάλεια και εάν δόθηκε, το ανθρώπινο όν που τη βίωσε δεν απέβαλε από τότε την ανθρώπινη κατάσταση του. 


Παρέμεινε κοινός θνητός που όφειλε να ολοκληρώσει την ζωή του στη γη. Σε αντιδιαστολή με αυτή την εμπειρία υπάρχει και η εμπειρία του αποκαλούτμενου «αιρετικού μυστικού» ο οποίος αισθανόταν πως είχε πλήρως μεταμορφωθεί. Δεν είχε απλώς ενωθεί με το Θεό, είχε ταυτιστεί με τον Θεό και θα παρέμενε ταυτισμένος για πάντα. 


Εκτός από την έκσταση και την ενόραση, που είναι τρόποι μυστικής ένωσης με το θεϊκό, υπάρχουν επίσης και δύο τύποι μυστικιστικής εμπειρίας. Η «εξωστρεφής» εμπειρία που στρέφεται προς τα έξω, μέσω των αισθήσεων και η «ενδοστρεφής» που στρέφεται προς τα έσω, μέσα στο νου. Και οι δύο κορυφώνονται στην αίσθηση ύστατης ενότητας με ό,τι εκείνος που την αισθάνεται θεωρεί δική του ένωση ή ακόμα ταυτότητα. 


Όμως, ο εξωστρεφής μυστικός. χρησιμοποιώντας τις φυσικές αισθήσεις του, αντιλαμβάνεται την πολλαπλότητα των εξωτερικών υλικών αντικειμένων να μετασχηματίζεται μυστικά, με αποτέλεσμα το Ένα, ή η Ενότητα, να ακτινοβολεί μέσω αυτών. Ο ενδοστρεφής μυστικός, αντίθετα, αναζητά, αποκλείοντας σκόπιμα τις αισθήσεις, να καταδυθεί στα βάθη του δικού του εγώ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πλωτίνου, για τον οποίον η διαδρομή της ψυχής είναι το ταξίδι της ανακάλυψης του εαυτού: «Θα φθάσει η ψυχή όχι σε κάτι άλλο αλλά στον εαυτό της…….τα πάντα βρίσκονται μέσα μας» (Πλωτίνος VI, ix, 11,38, III,viii, 6.40.) 


Ο ίδιος ο Πλωτίνος, ο τέλειος τύπος του ενδοστρεφούς μυστικού, μόνο τέσσερις φορές στη ζωή του «ανυψώθηκε στον πρωταρχικό και υπέρτατο Θεό μέσω του διαλογισμού και των μεθόδων που ο Πλάτων υποδεικνύει στο Συμπόσιον. (Πορφύριος, Βίος Πλωτίνου, 23.7.) Ο Πλωτίνος περιγράφει αυτές τις περιπτώσεις λέγοντας ότι: «ξύπνησα έξω από το σώμα και μέσα στον εαυτό μου, κατέληξα να είμαι εξωτερικός για όλα τα άλλα πράγματα και να περιέχομαι μέσα στον εαυτό μου, όταν είδα μια υπέροχη ομορφιά και ήμουν πεπεισμένος, όσο ποτέ, ότι ανήκα στην ύψιστη τάξη, όταν απήλαυσα ενεργητικά την ευγενέστερη μορφή ζωής, όταν έγινα ένα με το Θείο και ισορρόπησα μέσα στο Θείο». (Πλωτίνος, IV, viii, 1.1.) 


Η προσέγγιση του Θείου κατά τον Πλωτίνο είναι αυστηρά νοητική και όχι σωματική όπως σε ορισμένες ανατολικές θρησκείες, ή μυσταγωγική όπως σε ορισμένους χριστιανούς μυστικούς. Δεν επιβάλλει ούτε ασκήσεις αναπνοής, ούτε ομφαλοσκοπία, ούτε υπνωτικές επαναλήψεις ιερών συλλαβών και καμία τελετουργία δεν απαιτείται για να προκαλέσει την εμπειρία. Για τον Πλωτίνο αυτή η εμπειρία είναι φυσικό γεγονός και όχι υπερφυσική χάρη, όπως στην χριστιανική και μουσουλμανική θεωρία. Επίσης είναι μη αμοιβαία, μονόπλευρη, μόνο από την ψυχή που αισθάνεται έρωτα προς το Ένα, το οποίο όμως δεν μπορεί να αισθανθεί επιθυμία, μια και η επιθυμία είναι σημείο ατέλειας. 


Παρόλες λοιπόν τις προσπάθειες ερμηνείας του μυστικισμού υπάρχουν ακόμα και σήμερα μυστικιστικές εμπειρίες των οποίων ο θρησκευτικός χαρακτήρας είναι μεν αποδεκτός, αλλά η φύση τους παραμένει σκοτεινή και ακαθόριστη. Έτσι τελικά δόθηκε ένας κοινά αποδεκτός ορισμός, που μπορεί λίγο-πολύ να καλύψει το ευρύτατο πεδίο του μυστικισμού και ο οποίος είναι ο εξής: μυστικισμός είναι η πίστη στη δυνατότητα μιας προσωπικής και άμεσης ένωσης του ανθρώπινου πνεύματος με τη θεμελιώδη αρχή της ύπαρξης, ένωση η οποία αποτελεί ταυτόχρονα τρόπο ύπαρξης και τρόπο γνώσης διαφορετικό και ανώτερο από την κανονική ύπαρξη και γνώση. 


Η εμφάνιση του μυστικισμού ως ατομικής εσωτερικής αναζήτησης του θείου προκάλεσε από την αρχή ακόμα αντιδράσεις όχι μόνο από μέρους των κατά καιρούς επίσημων ιερατείων αλλά και από μέρους της πλειοψηφίας των πιστών της κάθε θρησκείας στα πλαίσια της οποίας εμφανίζονταν ενίοτε οι μυστικιστικές τάσεις. 


Οι αντιδράσεις προέρχονταν από το γεγονός ότι οι μυστικιστές ήταν, ή τουλάχιστον εμφανίζονταν, ως οι «μύστες», οι μυημένοι δηλαδή σε κάποιες ανώτερες πνευματικές αλήθειες οι οποίες ήταν απρόσιτες στον πολύ λαό. 


Αυτός ο «πνευματικός ελιτισμός» που συχνά διέκρινε τους μυστικισμούς έγινε η αιτία να ενταθούν οι σχέσεις μεταξύ του ενίοτε μυστικισμού και της «κοινής θρησκευτικότητας», της πίστης των πολλών ανθρώπων δηλαδή. Το κύριο «όπλο» του μυστικισμού σεαυτήν την διαπάλη ήταν ότι εκείνος, σε αντίθεση με την κοινή θρησκευτικότητα, πρόσφερε μια άμεση μέθεξη του θεϊκού μέσω της μυστικής ένωσης. 


Εδώ ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε ότι από την άλλη μεριά ο μυστικισμός ακόμα και όταν διατείνεται ότι θα απαλλάξει τον άνθρωπο απο την μοίρα του, βρίσκεται στην πραγματικότητα και ο ίδιος υποκείμενος σε αυτήν την μοίρα. Η μυστική θρησκευτικότητα φέρει, όπως και κάθε άλλο δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος, τη μορφή των ίδιων στιλιστικών και υφολογικών κατηγοριών, επειδή σχετίζεται απόλυτα με την ανθρώπινη ιστορία. 


Θρησκευτική πίστη


Πέρα από τις, χωρίς αμφιβολία, ακραίες μυστικιστικές εκδοχές της πίστης, τον μυστικισμό δηλαδή, υπάρχει και μια ακόμα θρησκευτικότητα πολύ πιο συχνή, με μια πιο συνηθισμένη μορφή, η οποία κάποιες φορές μπορεί να είναι το ίδιο φλέγουσα, διακαής ή και βαθιά όπως και ο μυστικισμός, η οποία όμως αποφεύγει τις ελπίδες της ένωσης της ψυχής με τον Θεό, θεωρώντας τες αδύνατες, ή ακόμα και ιεροσυλία. 


Αυτή η θρησκευτικότητα παίρνει την μορφή της απλής «πίστης», και είναι ένα είδος πολυσύνθετο και περίπλοκο, στο οποίο ποικίλουν οι βαθμοί της έντασης. Η πίστη σαν ψυχική κατάσταση και σαν πνευματική πράξη ενέχει περισσότερο μια σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, σαν υπάρξεις που παραμένουν παντοτινά εξωτερικές η μία προς την άλλη. Η θρησκευτικότητα την οποία συναντούμε σε κάθε βήμα στους όμοιους μας, είναι αυτού του τύπου της πίστης. 


Η «πίστη» δεν σημαίνει όμως μια θρησκευτικότητα απαραίτητα μετριοπαθή. Είναι αλήθεια ότι οι μειωμένες θρησκευτικές απαιτήσεις των καθημερινών ανθρώπων βρίσκουν μια ικανοποίηση κυρίως στα πλαίσια της πίστης, τον καιρό που ο μυστικισμός ζητά, προφανώς, μια εξαιρετική θρησκευτική ικανότητα. Αλλά και η θρησκευτικότητα του τύπου της απλής πίστης μπορεί να έχει ακραίες τάσεις.


Για να σκιαγραφήσουμε την δύναμη μέχρι την οποία φθάνει συχνά η πίστη χρησιμοποιούμε ως παράδειγμα τον πρώτο βιβλικό πατριάρχη τον Αβραάμ, ο οποίος όταν του ζητήθηκε δεν δίστασε να προσπαθήσει να θυσιάσει τον ίδιο του τον γιο τον Ισαάκ. 


Η πίστη του Αβραάμ δεν είναι καθόλου η επιδίωξη του ανθρώπου να ενωθεί με τον Θεό, αλλά ψυχική κατάσταση και πνευματική πράξη, πνευματικό γεγονός, χάρη στο οποίο ο άνθρωπος υπακούει, με πάθος και ίσως με πόνο και με τριγμό των οδόντων, αλλά γεμάτος από πίστη, στην θέληση του Θεού. 


Εάν οι μυστικιστικές επιδιώξεις μπορούν να γεννήσουν τόσες πολλές διαφορετικές παραλλαγές, είναι φυσικό ότι και η κοινή πίστη μπορεί να πάρει ένα μεγάλο φάσμα μορφών. Δεν είναι πολύ κοπιαστικό να αποδείξουμε ότι και οι μορφές της κοινής θρησκευτικής πίστης διαμορφώνονται από την απέραντη διαφορετικότητα των πνευματικών στυλ. 


Η περίπτωση του παρσισμού του Ζαρατούστρα, για παράδειγμα, στην οποία η θρησκευτικότητα δεν εκδηλώνει μυστικιστικές τάσεις και έχει μια εμφανή ροπή κοινής θρησκευτικής πίστης, δείχνει σε ποιο μέτρο αυτή η πίστη δέχεται τις βαθιές αποτυπώσεις του περσικού πνεύματος. 


Ο απέραντος ορίζοντας, η αισιοδοξία, ο δραματισμός, η μνημειώδης απλότητα, είναι όλοι εκείνοι οι παράγοντες του σκελετού της περσικής θρησκευτικότητας. Το γεγονός αυτό ωστόσο, της σύνδεσης της διδασκαλίας του με την περσική πολιτισμική ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης, δεν εμπόδισε τον Ζαρατούστρα να θεωρήσει την γνώστη διδασκαλία του ως άμεση αποκάλυψη από τον θεό του τον Ορμάζδ. (Αχούρα Μάζδα). 


Υπάρχουν πολλές θρησκείες θεμελιωμένες στην πίστη ότι η βασική διδασκαλία τους είναι αποκαλυμμένη από τον Θεό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει κατά συνέπεια ότι η αυθεντία αυτών των δογμάτων, ως θεϊκών αποκαλύψεων, εμποδίζει τους ανθρώπους να τα εκφράσουν μέσα από το στυλ και το ύφος κάθε εποχής. 


Μια υφολογική ανάλυση μπορεί να αποδείξει ακριβώς την σύνδεση της θεϊκής αποκάλυψης με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες και απαιτήσεις εκ μέρους των ανθρώπων. Οι αναλύσεις αυτού του είδους συμπίπτουν όλες προς την ίδια κατάληξη: μια θεϊκή αποκάλυψη είτε θεωρηθεί γνήσια εν γένει, είτε όχι, προσαρμόζεται τόσο πολύ στις ανθρώπινες συνθήκες της εποχής κατά την οποία εμφανίζεται, ώστε γίνεται τόσο πολύμορφη όπως και τα δημιουργήματα και οι διδασκαλίες που είναι αποκλειστικά ανθρώπινης προέλευσης. 


Οι πιο ισχυροί σχηματισμοί της πίστης εμφανίσθηκαν στα πλαίσια του παρσισμού, του Ιουδαϊσμού, του Ισλάμ, του Χριστιανισμού και ούτω καθ’ εξής. Θα δούμε παρακάτω ότι και η εκάστοτε θρησκευτική πίστη όπως και ο μυστικισμός εξάλλου σχετίζονται στιλιστικά με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες. 


Προφήτες στην Π. Διαθήκη 


Για να εξηγήσουμε ακριβώς τι εννοούμε ας στρέψουμε το βλέμμα μας στη θρησκευτική ατμόσφαιρα της Παλαιάς Διαθήκης. Οι βιβλικές απόψεις περί της δημιουργίας του κόσμου, περί του πνεύματος του Θεού το οποίο πλέει πάνω από τα ύδατα, περί της δημιουργίας του παντός μέσα από μια σειρά θαυματουργών πράξεων, περί της δημιουργίας του ανθρώπου, περί του παραδείσου, περί της πτώσεως στην αμαρτία και της απομάκρυνσης των πρώτων ανθρώπων από τον παράδεισο, περί της αύξησης του ανθρώπινου είδους και της καταστροφής του από τον κατακλυσμό, - όλα αυτά τα μοτίβα, και πολλά άλλα, πρέπει να έρθουν στην μνήμη μας για να προξενήσουν μια βαθιά ηχώ στους υπόγειους θόλους της ψυχής μας και να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το κλίμα της εποχής κατά την οποία γράφτηκαν. 


Οι Εβραίοι οι οποίοι έγραψαν τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, διατηρώντας και καλλιεργώντας τις Γραφές, έσωσαν από τους πανάρχαιους μεσοποτάμιους πολιτισμούς ένα πλήθος από αρχαία μυθολογικά μοτίβα, τα οποία μετέδωσαν στους ευρωπαϊκούς λαούς οι οποίοι και παρήγαγαν εν μέρει από αυτά τους πολιτισμούς τους. 


Στην προϊστορική φάση, χαμένοι στην κοινή ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στην Μικρά Ασία με την εξάπλωση των αρχαϊκών σουμερο-ακαδικών και βαβυλωνιακών πολιτισμών, οι Εβραίοι ήταν ένα πολυθεϊστικό γένος. Ακόμα και μόνο από τα αινιγματικά, από την πρώτη ματιά, υπονοούμενα, των πρώτων εντολών, γραμμένων από τον Μωυσή στις Πλάκες του Νόμου, προλέγεται ο αγώνας τον οποίον ο πρώτος και ο μεγαλύτερος προφήτης των Εβραίων, ήταν υποχρεωμένος να δώσει για την εδραίωση του Μονοθεϊσμού. «Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, δεν υπάρχουν άλλοι θεοί εκτός Εμού». 


Για την πνευματική του δραστηριότητα ο Μωυσής βρήκε χωρίς αμφιβολία το έδαφος προετοιμασμένο από μια πατριαρχική παράδοση. Γιατί σύμφωνα με την παράδοση, πολύ προ του Μωυσέως, τέθηκαν τα θεμέλια αυτής της ιδιαίτερης εβραϊκής συμφωνίας, «συμβολαιογραφικής» φύσεως, μεταξύ του Ιεχωβά και του εκλεκτού Του λαού, του Ισραήλ. 


Ας αποδώσουμε στην διαθηκική θρησκεία το νόημα, το οποίο αυτή πραγματικά είχε. Η μωσαϊκή θρησκεία, κατανοημένη σαν μια υπόσχεση μεταξύ του Ισραήλ και του Ιεχωβά δεν ήταν από την αρχή ένας μονοθεϊσμός όπως είναι σήμερα. Η ουσία της διαγράφεται ακόμα σε ένα πολυθεϊστικό φόντο. Το φαινόμενο οδηγεί ακόμα μακρύτερα σε έναν Ενοθεϊσμό. 


Ξέρουμε ότι στην προσευχή του ο βεδικός άνθρωπος απευθύνεται σε έναν θεό, επιλεγμένο από την μεγάλη πληθώρα των ινδικών θεών σαν να υπήρχε μόνο αυτός ο μοναδικός θεός, και συσσωρεύει επάνω στον προτιμούμενο θεό όλες τις αρετές, τις ιδιότητες και τα κατορθώματα των άλλων θεών. Στους παλαιούς Εβραίους διαπιστώνουμε ορισμένες ομοιότητες με αυτήν την κατάσταση. 


Ο Ιεχωβά θεωρείται από την γενιά του Ισραήλ ως ο μοναδικός Θεός, σαν να υπήρχαν και άλλοι θεοί. Ποιοι ήταν οι άλλοι θεοί; Σε πρώτη γραμμή ήταν οι θεοί των άλλων λαών. Ο Ιεχωβά φαίνεται κυριευμένος από την επιθυμία να επιβληθεί Αυτός μόνος ως μοναδικός Θεός, και γι' αυτό επέλεξε έναν λαό, τον Ισραήλ. Ο Ισραήλ επέτυχε την εγγύηση και την υπόσχεση μιας κατάστασης χωρίς όμοιο της στον κόσμο μέσω της υπόσχεσης υποταγής και πίστης ενώπιον του Ιεχωβά. 


Είναι σαν ο Ιεχωβά προκειμένου να γίνει ο μοναδικός Θεός, να είχε ανάγκη από την αποκλειστική πίστη ενός λαού, του Ισραήλ. Και η υπόσχεση μεταξύ του Ισραήλ και του Ιεχωβά έγινε εν είδη συμβολαίου στην βάση της αρχής: «σου δίνω για να μου δώσεις». 


Ο εβραϊκός μονοθεϊσμός, στην αρχή σχηματισμένος σε ένα πολυθεϊστικό φόντο, ραφινάρεται αργότερα, αναβαθμιζόμενος στη δική του γραμμή. Δανείστηκε μια φιγούρα που διατηρήθηκε αναλλοίωτη χάρη στις τρομερές κάποιες φορές και τρικυμιώδεις πάντοτε, κηρυγματικές δραστηριότητες των προφητών. 


Οι προφήτες μέσα από την εκστατική εμπειρία τους είναι οι εκπρόσωποι του μυστικισμού στην Παλαιά Διαθήκη. Η ψυχή των προφητών είναι το καμίνι του καθαρισμού και της ατσάλωσης της ιδέας της θεότητας. Μέσα από τη δραστηριότητα των προφητών βρήκε την έκφραση της μια σπάνια πορεία πνευματικοποίησης εξαλείφοντας από τη μυθολογία τον ανθρωπομορφισμό και ξεριζώντας ολοκληρωτικά το ζωομορφισμό. 


Συνέχεια στο Β' Μέρος


Βιβλιογραφία:


Αγουρίδη Σάββα, Ιστορία των Χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1985. 

Βέλλα Β., Πίνακες ισραηλιτικής ιστορίας, Αθήναι 1956. 
Του ίδιου, Εβραϊκή Αρχαιολογία, Αθήναι 1965. 
Γαλίτη Γεωργίου, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1991. 
Loisy A., Les mystères païens et le mystère Chrétien, Paris 1930. 
Cross, J., La Divinisation des chrétiens d’ après les pères grecs, 1938. 
Dodds E.R., Pagan and Christian in an Age of Anxiety, Cambridge University Press, 1990. 
Kirk, K.E., The Vision of God, 1931. 
Momigliano A., The conflict between Paganism and Christianity in the Fourth Century, 1963. 
Otto Rudolf, Mysticism East and West, 1932. 
Stace W.T., Mysticism and Philosophy, 1960. 
Zaehner, R.C., Mysticism Sacred and Profane, 1961.

Το είδαμε εδώ



 ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ

 ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 

ΣΤΟ FACEBOOK Ή ΣΤΟ BLOGGER👇

« PREV
NEXT »

Facebook Comments APPID