Οι ιδέες των αρχαίων ελλήνων φιλoσόφων αναδεικνύουν αντιπαλότητες, από την εν πολλοίς αναπόφευκτη σύγκρουση ανάμεσα σε φιλοσοφικές σχολές, που πρεσβεύουν διαφορετικές ιδέες και προτείνουν αντίθετες έννοιες, στην προσπάθεια κατανόησης των φυσικών, κοινωνικών και τελικά καθολικών κανόνων που διέπουν το σύμπαν. Η αρχαία διαμάχη μεταξύ της αριστοτελικής θεώρησης του φυσικού κόσμου και της αντίστοιχης των πυθαγόρειων και των ατομικών, συνέχιζε να απασχολεί την ανθρώπινη διάνοια, στο πέρας των αιώνων.
Η αριστοτελική κοσμοθεωρία, όπως είχε διαμορφωθεί από τους μεσαιωνικούς λογίους, είχε ήδη δεχθεί ισχυρά πλήγματα από το νομιναλισμό (nominalismus, ονοματοκρατία), που πρότειναν επιστήμονες όπως ο Νικόλαος Ορέμ (Nicholas Oresme, 1320-1382), Ζαν Μπουριντάν (Jean Buridan, περίπου 1295-1358) και κυρίως Ουίλλιαμ Όκκαμ (William of Occam, 1290;-1349), στην προσπάθειά του να επαναφέρει το χαμένο εμπειρισμό. Η θεωρία τους, γνωστή και ως «το ξυράφι του Όκκαμ»[1], πρότεινε την επιστημονική οικονομία, την προτίμηση δηλαδή της ευθείας, κατά το δυνατό πιο απλής εξήγησης των φυσικών φαινομένων. Ο ίδιος ο Φιλόσοφος προέκρινε αυτό το είδος σκέψης, όμως τα χρόνια του Μεσαίωνα, το έργο του χρησιμοποιήθηκε και εμπλουτίστηκε από λόγιους που κινούνταν στο πλαίσιο της παράδοσης του «σώζειν τα φαινόμενα»[2], έχοντας ως αντικείμενο την εναρμόνιση της εξ αποκαλύψεως αλήθειας, με τους κανόνες της λογικής.
Κατά τη θεωρία του νομιναλισμού, οι καθολικές έννοιες δεν έχουν πραγματική υπόσταση, είναι απλώς λεκτικές εκφράσεις στην προσπάθεια προσδιορισμού ατομικών φαινομένων. Τα μόνα όντα που έχουν ουσία είναι τα ατομικά, όχι τα ομαδικά (είδη, γένη) και η ερμηνεία τους μπορεί να είναι μόνο τέτοια (ατομική). Ως αποτέλεσμα, τα καθολικά φαινόμενα μελετώνται σε ένα ατομικό κόσμο, μια πρόταση που μας θυμίζει τη φιλοσοφική θέση του Δημόκριτου και του Λεύκιππου[3]. Τελικά η πρόθεση των νομιναλιστών είχε θεολογική έννοια, καθώς κατ’ αυτούς, η παντοδυναμία του Θεού δε γνωρίζει φραγμούς και μόνο αυτός έχει το δικαίωμα και την ικανότητα να κατανοήσει καθολικές έννοιες. Εφαρμόζοντας τα παραπάνω, ο Μπουριντάν πρότεινε την θεωρία της «ορμής» (impetus). Αν και η θεωρία του δεν ήταν πλήρης, κατάφερε να αμφισβητήσει βασικά στοιχεία της αριστοτελικής θεωρίας της κίνησης.
Την χρονική περίοδο της λεγόμενης Αναγέννησης, άνθισε ο πυθαγόρειος επιστημονικός προσανατολισμός, διαμορφώνοντας έναν αναγεννησιακό νεοπλατωνισμό, που δεν κατάφερε να μείνει σε ένα καθαρά επιστημονικό πλαίσιο, με τη σημερινή έννοια του όρου. Δε θα μπορούσε άλλωστε, καθώς τα χρόνια που ακολούθησαν το Μεσαίωνα, παραεπιστημονικοί, με τα σημερινά δεδομένα, κλάδοι, όπως η αλχημεία και η αστρολογία, βρίσκονταν σε ακμή, με αποτέλεσμα ο μυστικισμός αυτός, να τροφοδοτείται από την όποια επιστημονική εξέλιξη.
Η πυθαγόρεια κατανόηση της φυσικής τάξης, σύμφωνη με το πνεύμα της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, βασίζεται στη μαθηματική και γεωμετρική αρμονία του σύμπαντος. Η γνώση αυτής οδηγεί στη σύλληψη της παγκόσμιας τάξης των φυσικών πραγμάτων. Η «γεωμετρικοποίηση του χώρου»[4] και η έμφαση στους αριθμούς, ως τα κλειδιά της κατανόησης ενός λογικώς οργανωμένου φυσικού συστήματος, όπως και η ιδέα ότι μέσω της εμπειρίας θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να εκφραστεί μια μορφή νομοτελειακής αναγκαιότητας, είναι τα κληροδοτήματα του αναγεννησιακού νεοπλατωνισμού, στις επόμενες γενεές λογίων.
Παράλληλα οι εξελίξεις στον τομέα της ναυσιπλοΐας, αποτέλεσμα της εξάπλωσης των ευρωπαϊκών κρατών σε νέες ηπείρους, όπως και το «αίτημα για τη θεσμική αναμόρφωση της κοινωνίας με άξονα την ελευθερία της συνείδησης και την ηθική αυτονομία του ανθρώπου»[5], που συνδέεται με την φιλοσοφία του ουμανισμού, καλλιέργησαν το έδαφος για την ανάπτυξη νέων επιστημονικών θεωριών. Θεωρητικοί συμβιβασμοί όπως το δόγμα της «διπλής αλήθειας», δεν ικανοποιούσαν πλέον το ανήσυχο πνεύμα των επιστημόνων της εποχής.
Επιπλέον η καταφανής αναξιοπιστία του Ιουλιανού ημερολογίου και η αντικατάστασή του από το Γρηγοριανό ημερολόγιο, ενίσχυσε την πίστη των λογίων στην ανάπτυξη μιας νέας κοσμοθεωρίας. Ως κατάληξη, ο άνθρωπος «έχασε τη θέση του στον κόσμο, ή, πιο σωστά ίσως, έχασε τον ίδιο τον κόσμο στον οποίο ζούσε και περί του οποίου σκεπτόταν, και έπρεπε να μετασχηματίσει και να αντικαταστήσει όχι μόνο τις θεμελιώδεις έννοιες και ιδιότητες, αλλά και το ίδιο το πλαίσιο της σκέψης του» (Koyré)[6].
Σε αυτά τα πλαίσια εκδίδει το 1543 ο Νικόλαος Κοπέρνικος (Nicolaus Copernicus, 1473-1543) το Περί των περιφορών των ουρανίων σφαιρών (De revolutionibus orbium coelestium), αντιστρέφει την οπτική των επιστημόνων στο μεσαιωνικό κοσμοείδωλο, αποκαλύπτοντας νέους φυσικούς νόμους. Αν και θεωρεί τις ιερές Γραφές «πνευματικά κείμενα, έμπλεα μεταφυσικής αλληγορίας»[7], και δεν αποδέχεται το δόγμα της «διπλής αλήθειας», αφιερώνει το έργο του στον Πάπα Παύλο Γ\', χαρακτηριστικό της μεταβατικής αυτής περιόδου και της ισχύος της εκκλησίας. Ο Κοπέρνικος δεν υποστηρίζει την αθεΐα, προσπαθεί να εξηγήσει τον τρόπο, με τον οποίο ο Δημιουργός διαφεντεύει το σύμπαν. Δείγμα της μεσαιωνικής κοσμοθεώρησης αποτελούν επίσης, οι τέλειες κυκλικές τροχιές των πλανητών, σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία.
Στο έργο του, ο Κοπέρνικος διακηρύσσει πως οι «ουράνιες σφαίρες» δεν ανάγονται όλες σε ένα κοινό κέντρο, πως το κέντρο της Γης δεν ταυτίζεται με το κέντρο του σύμπαντος και πως η κίνηση του Ήλιου είναι μια ψευδαίσθηση που προέρχεται από την κίνηση του δικού μας πλανήτη. Η ισχύουσα έως τότε γεωκεντρική (πτολεμαϊκή) κοσμοθεωρία καταρρίπτεται και τη θέση της διεκδικεί η ηλιοκεντρική (κοπερνικανή), την οποία είχαν εκφράσει ήδη από τον 5ο π.Χ. ο πυθαγορικός Φιλόλαος και αργότερα ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (περ. 320-250 π.Χ.). Με τις θέσεις του αυτές, ο Κοπέρνικος «ξήλωσε τη Γη από τα θεμέλιά της και την εκσφενδόνισε στους ουρανούς»[8].
Η αντίδραση της εκκλησίας, στο πρόσωπο του διαμαρτυρόμενου θεολόγου Andreas Ossiander, είναι η έκδοση του έργου του Κοπέρνικου με την πρόσθεση μιας εισαγωγής, όπου η ηλιοκεντρική θεώρηση προβάλλεται ως ένα μαθηματικό παιχνίδι, στην προσπάθεια υπεράσπισης του δόγματος της «διπλής αλήθειας»[9]. Όταν όμως το 1572, ο αστρονόμος Τύχωνας Βράχιος (Tyho Brahe, 1546-1601) παρατηρεί μια σουπερνόβα στον αστερισμό της Κασσιόπης, καταρρίπτεται ένα βασικό θεώρημα της αριστοτελικής κοσμοθεωρίας, που αφορά την αφθαρσία της υπερσελήνιας περιοχής του ουρανού. Αξιοποιώντας τους αστρονομικούς χάρτες του Τύχωνα, ο Ιωάννης Κέπλερ (Johannes Kepler, 1571-1630), προχωρεί σε τροποποιήσεις και διορθώσεις του έργου του Κοπέρνικου. Συμβάλει στην ενίσχυση της ηλιοκεντρικής θεωρίας επεκτείνοντάς την με τους δικούς του νόμους της κίνησης.
Σύμφωνα με τον Κέπλερ, οι τροχιές των πλανητών γύρω από τον ήλιο είναι ελλειπτικές. «Η ταχύτητα της περιφοράς των πλανητών μεταβάλλεται σύμφωνα με την εξής σχέση: αν ενώσουμε με ευθεία γραμμή τον πλανήτη με τον ήλιο, η ευθεία αυτή σαρώνει ίση επιφάνεια σε ίσο χρόνο»[10]. Τέλος, «ο λόγος του τετραγώνου της περιόδου δυο πλανητών, ισούται με τον λόγο του κύβου της μέσης απόστασής τους από τον ήλιο»[11]. Ο Κέπλερ, χρησιμοποιεί τους νόμους αυτούς και καταφέρνει να προσδιορίσει επακριβώς τη θέση των πλανητών, καταστρέφοντας «τις τροχιές και τις σφαίρες που περικύκλωναν τον κόσμο και του προσέδιδαν την συνοχή του»[12]. Ο πυθαγόρειος προσανατολισμός του Κέπλερ, είναι εμφανής στο έργο του Mysterium Cosmographi*****, όπου η διάταξη των πλανητών συσχετίζεται με την σειρά των πέντε κανονικών στερεών[13].
Με την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου το 1608 από τον Hans Lippershey και την εξέλιξή του από τον Γαλιλαίο (Galileo Galilei, 1564-1642), ο τελευταίος παρατηρεί, την αμέσως επόμενη χρονιά, τέσσερις από τους δορυφόρους του Δία, τους οποίους ονομάζει «Μεδικανούς πλανήτες». Ακολουθεί η παρατήρηση των φάσεων της Αφροδίτης, όπως και των κρατήρων και τον όρων της Σελήνης, ανοίγοντας «στην επιστημονική έρευνα τους δύο συνδεόμενους κόσμους του απείρως μεγάλου και του απείρως μικρού»[14]. Η αριστοτελική θεωρία περί υποσελήνιας και υπερσελήνιας περιοχής του ουρανού καταρρίπτεται, καθώς είναι πλέον καταφανές ότι πρόκειται για ενιαίο χώρο.
Το 1632 δημοσιεύει το έργο του Διάλογος σχετικά με τα δύο μεγάλα κοσμολογικά συστήματα (Dialogo sopra i due massimi sistemi del mondo), όπου ο ήρωας που πρεσβεύει την ηλιοκεντρική κοσμοθεώρηση, εμφανίζεται ως το πρότυπο του νέου επιστήμονα, που ερευνά σύμφωνα με τα δεδομένα της παρατήρησης. Τον επόμενο χρόνο ο Γαλιλαίος καταδικάζεται από το Ιερό Δικαστήριο της Ρώμης. Στη συμβολή του Γαλιλαίου στην ανάπτυξη της νεώτερης επιστήμης, πρέπει να προσθέσουμε την ερμηνεία της ανάλυσης και της σύνθεσης ως εμπειρικές, και όχι μόνο γνωστικές, διαδικασίες. Η επιστημονική θεωρία θεμελιώνεται πλέον σε πειραματικά ευρήματα. Με αυτό τον τρόπο εργασίας, κατάφερε να εκφράσει την αρχή της ομοιόμορφης επιτάχυνσης (d=t2) και την αρχή της αδράνειας. Τα όποια αριστοτελικά κατάλοιπα εξαλείφονται, με την ολοκλήρωση του έργου του.
Συνέχεια στο Β' Μέρος
Σημειώσεις - παραπομπές
[1] βλ. J. Losee, Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 61
[2] ό.π., σ. 37
[3] ό.π., σ. 47
[4] A. Koyré, Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, μτφρ. Β. Κάλφας - Ζ. Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1991, σ. 49
[5] Π. Βαλλιανός, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β’, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σ. 23
[6] D.C. Lindberg, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, ΕΜΠ, Αθήνα, 1997, σ. 521
[7] Π. Βαλλιανός, σ. 29
[8] Α. Koyré, σ. 51
[9] βλ. J. Losee, σ. 70-71
[10] Π. Βαλλιανός, σ. 30
[11] ό.π.
[12] Α. Koyré, σ. 51
[13] βλ. J. Losee, σ. 73-76
[14] A. Koyré, σ. 51
[15] ό.π., σ. 56
[16] Π. Βαλλιανός, σ. 56
[17] βλ. J. Losee, σ. 133
[18] βλ. ό.π., σ. 41
[19] βλ. ό.π., σ. 131-133
[20] Π. Βαλλιανός, σ. 58
[21] βλ. ό.π.
[22] βλ. J. Losee, σ. 71, 73, 81.
[23] βλ. D.C. Lindberg, σ. 506
[24] βλ. ό.π., σ. 509-510
[25] ό.π., σ. 510
[26] ό.π., σ. 521
[27] ό.π., σ. 517
Βιβλιογραφία.
Βαλλιανός Π., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β’, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
Losee J. ., Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993
Lindberg D.C. ., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, ΕΜΠ, Αθήνα, 1997
Koyré A. ., Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, μτφρ. Β. Κάλφας - Ζ. Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1991
© 2008 Θεόδωρος Α. Κοτσιλιέρης
Το είδαμε εδώ
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
ΣΤΟ FACEBOOK Ή ΣΤΟ BLOGGER👇
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αγαπητοί αναγνώστες, ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε.