Συνέχεια από το Α' Μέρος
Αυτοί οι ίδιοι οι προφήτες, θεωρούνταν ένα είδος οργάνου του Θεού, ο οποίος θέλησε δυναμικά να αποκαλυφθεί, εκ διαλειμμάτων, στον εκλεκτό του λαό. Είναι θαρραλέοι υπερασπιστές της Ιεράς Υπόσχεσης, που δόθηκε μεταξύ Ισραήλ και Ιεχωβά. Όταν ο λαός ξεχνά, και αυτόν συνέβαινε αρκετά συχνά, την δέσμευση την οποία είχε δώσει, πέφτοντας στην δίνη των ανομιών, ο Ιεχωβά τον προειδοποιούσε με κάποιον προφήτη, τον ταρακουνούσε να θυμηθεί την διαθήκη, με τρομερούς λόγους που απειλούσαν το αίμα και το σπέρμα του Ισραήλ στους αιώνες των αιώνων.
Η διαμάχη των προφητών με τα αμαρτήματα του εκλεκτού λαού, περιέχει αφάνταστο πάθος, είναι πρωτόγονη και δραματική. Οι προφήτες όμως είναι πριν από κάθε άλλη πλευρά της δραστηριότητας τους προφήτες, και αυτή τους η ιδιότητα τονίζεται από την έξαρση με την οποία ανήγγειλαν το σχέδιο με το όποίο ο Θεός θα οδηγήσει τον λαό του για να νικήσει τον κόσμο.
Από αυτήν την πλευρά της προφητικής δραστηριότητας παίρνει ύπαρξη ο μεσσιανικούς μύθος, ο μύθος εκείνος με την όψη στραμμένη στο μέλλον, ενός Μεσσία, ενός απεσταλμένου και λειτουργού του Θεού, ο οποίος από στιγμή σε στιγμή θα έρθει. Ο Μεσσιανικός μύθος αναφέρεται εξ’ ίσου στο ιστορικό πεπρωμένο του εκλεκτού λαού, όσο και σε ένα εσχατολογικό μέλλον – περί του τέλους του κόσμου.
Βρίσκουμε ιδιαίτερα συχνούς υπαινιγμούς, συστάσεις και μεσσιανικές εξαγγελίες, στους στίχους του προφητάνακτος ψαλμωδού Δαυίδ και στις αποκαλύψεις του προφήτου Ησαϊου. - Για τους θαυμαστές των παραλληλισμών και των συγκρίσεων αναφέρουμε ότι στις αρχαϊκές μεσοποταμιακές λατρείες ο μύθος του σωτήρα ήταν πολύ διαδεδομένος και καλλιεργημένος με ιδιαίτερο ζήλο.
Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο ότι στην βαβυλωνιακό πολιτισμό ο μύθος του σωτήρα είχε στενή σχέση με την κυκλική και αστρολογική αντίληψη περί της πορείας των κοσμικών και ιστορικών γεγονότων. Στο τέλος κάθε ενός μεγάλου «κοσμικού έτους» ο κόσμος καταστρέφεται, και μια ανανεωτική θεότητα αναλαμβάνει την τύχη των ανθρώπινων πεπρωμένων και σώζει την ανθρώπινη ύπαρξη, κτίζοντας έναν νέο κόσμο από τα απομεινάρια του παλιού.
Ένας παρόμοιος σωτήρας, από τον οποίο ξεκίνησε μια παγκόσμια αναγέννηση, ήταν για παράδειγμα ο θεός Μαρδούχ, του οποίου η λατρεία ήταν αυταρχική και είχε το κέντρο της στην εκπληκτική πόλη της Βαβυλώνας. Το μεσσιανικό μοτίβο έχει στην βαβυλωνιακή θρησκεία έναν απροκάλυπτα αστρικό χαρακτήρα, κυκλικό-κοσμολογικό, μυθολογικό-θεϊκό, εκτεταμένο-γιγαντιαίο, υπεράνθρωπινο.
Στην βαβυλωνιακή αντίληψη ο κόσμος παίρνει ύπαρξη, διαρκεί για ένα διάστημα, ξεπέφτει, καταρρέει, και τότε ένας θεός, ένας από τους πολλούς, μετατρέπεται σε σωτήρα του κόσμου, κυοφορεί μια νέα τάξη από τα απομεινάρια του γκρεμισμένου. Και το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή σύμφωνα με ένα γιγάντιο ημερολόγιο, χωρισμένο σε συμπαντικά έτη.
Ο μύθος είναι μνημειώδης χωρίς όμοιο και έχει μια εμφάνιση αστρολογική-χρονομετρική. - Το μεσσιανικό μοτίβο εμφανίζεται στους Εβραίους πολύ πιο εξανθρωπισμένο, συνδεδεμένο πρώτα από όλα με την ιστορία του ανθρώπου ή με την ιστορία κάποιων φυλών. Το μεσσιανικό μοτίβο δεν έχει στους Εβραίους χαρακτήρα κυκλικό, κοσμολογικό και αστρολογικό. Το πεπρωμένο του εκλεκτού λαού είναι αυτό που ενδιαφέρει από την αρχή έως το τέλος.
Ο Μεσσίας θα έρθει για την σωτηρία του εκλεκτού λαού και για την εγκαθίδρυση μιας οριστικής κατάστασης. Το μεσσιανικό μοτίβο εμφανίζεται λοιπόν στους Εβραίους προσαρμοσμένο με τελειότητα στο πνευματικό και μονοθεϊστικό είδος της θρησκείας: ο Θεός είναι Ένας, ο Μεσσίας παρομοίως, και στο τέλος του κόσμου θα θριαμβεύσουν μια για πάντα.
Ο μοναδικός θρίαμβος του Μεσσία δεν θα ακολουθηθεί από μια νέα παρακμή ή μια νέα πτώση, όπως στην βαβυλωνιακή κυκλική αντίληψη, όπου τα κοσμικά έτη, με τους κόσμους και τους σωτήρες τους, αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο με κανονικότητα και ακρίβεια χρονομετρική των αστρικών κινήσεων και των ζωδιακών μετακινήσεων.
Ο μεσσιανικός μύθος στους Εβραίους, εξανθρωπισμένος καθώς είναι, ιστορικοποιημένος, μοναδικός, συνδεδεμένος με το πεπρωμένο του ανθρώπου και κυρίως με εκείνο του εκλεκτού λαού, προϋποθέτει σαν υπόβαθρο μια θρησκεία διαθηκηκής φύσης. Σίγουρα ο μεσσιανικός μύθος, απαγγέλλεται από μέρους των προφητών με προφορική αφθονία, αλλά μόνο μέσα από απερίγραπτα οράματα και υπαινιγμούς δύσκολους στην ψηλάφηση.
Μέσα από τα μηνύματα τους απόκτησε μια παράξενη διαμόρφωση, κατά την διάρκεια της οποίας συμπεριέλαβε πολλά διφορούμενα. Έτσι οι πιο διαφορετικές ελπίδες αναζήτησαν μια δικλείδα στον μύθο, του οποίου κύριος συνεργάτης έγινε ο καιρός με τις καταστροφές του. Το μοτίβο του κοσμικού σωτήρα στον βαβυλωνιακό πολιτισμό είναι, είπαμε, υπερανθρώπινο.
Για τους Βαβυλωνίους οι σωτήρες είναι θεοί, και δεν γνωρίζουν παρά μόνο τους δρόμους του θριάμβου. Ο Ψαλμωδός Δαβίδ και ο προφήτης Ησαΐας αναγγέλλουν όμως την μελλοντική έλευση ενός Μεσσία, ο οποίος θα υποστεί πόνους και ταπεινώσεις. Το μεσσιανικό μοτίβο είναι εδώ βαθιά εξανθρωπισμένο, και τελικά προορισμένο για μια αιώνια εξέλιξη. Η ατμόσφαιρα της μεσσιανικής αναμονής ολοένα και δυνάμωνε ώστε την εποχή της γέννησης του Θεανθρώπου, του Ιησού από την Ναζαρέτ, έπρεπε να είχε λάβει κάποιες διαστάσεις πνευματικού πυρετού.
Κατειλημμένος από το συναίσθημα της άμεσης έλευσης των γεγονότων ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής ανάγγειλε την άμεση εμφάνιση του Μεσσία, εκείνου ο οποίος «δεν θα βαπτίζει μόνον εν ύδατι αλλά και πνεύματι αγίω». Σε εκείνες τις πέριξ του Ιορδάνη ποταμού περιοχές και τις δυτικά της Νεκράς θαλάσσης, πρέπει να υπήρχαν πολλοί οικισμοί, χωριουδάκια με εστίες στις οποίες έκαιγε η φλόγα της αναμονής.
Ένας μύθος, ζεσταμένος από την φλόγα που μεγάλωνε στις ψυχές για πολλούς αιώνες έπρεπε κάποια στιγμή να λάβει υπόσταση. Σε αυτήν την ατμόσφαιρα της έξαρσης και της λαχτάρας της αναμονής συνέβη κατόπιν ένα ιστορικό γεγονός μιας εντελώς εξαιρετικής σημασίας.
Ο μεσσιανικός μύθος έλαβε στην πραγματικότητα στην κατοχή του μια ανθρώπινη ύπαρξη και πραγματοποιήθηκε μέσω αυτής. – Η ζωή του Ιησού από την Ναζαρέτ, διηγημένη από τους Ευαγγελιστές είναι σίγουρα από πολλές απόψεις μια προσωποποίηση του μύθου. Από αυτό το γεγονός πολλοί βιάστηκαν να συμπεράνουν ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ σαν αληθινή ιστορική προσωπικότητα και να θέσουν το ζήτημα μεταξύ ιστορικού και βιβλικού Ιησού που βασάνισε την Δύση για αιώνες.
Αλλά η ζωή του Ιησού διαπλάθεται μυθικά, επειδή ήταν ακριβώς η πραγματοποίηση ενός μύθου, μιας υπόσχεσης, η οποία φόρτισε με τον ηλεκτρισμό όλων των αναμονών τον αέρα για τόσους αιώνες. Ο μύθος, δημιουργημένος για να πραγματοποιηθεί, έπρεπε να πραγματοποιηθεί, ευθύς μόλις εμφανίστηκε η ύπαρξη η οποία είχε την υπεράνθρωπινη δύναμη να τον ολοκληρώσει.
Την εποχή εκείνη πρέπει να είχαν υπάρξει και πολλοί αποτυχημένοι «χριστοί», οι οποίοι κυριάρχησαν στις μεσσιανικές προσδοκίες και είπαν: «Εγώ ειμί! Εγώ ειμί ο αναγγελθείς!» - για να καταλάβουν την δεύτερη ημέρα ότι δεν είχαν την δύναμη που απαιτούσε ένα τέτοιο πεπρωμένο, και ότι οι ίδιοι δεν ήσαν παρά κάποιοι αποτυχημένοι.
Με την εμφάνιση λοιπον του Ιησού Χριστού, αφού εκπληρώνεται στο πρόσωπο Του η μεσσιανική προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης, ο παλαιοδιαθηκικός προφητισμός λαμβάνει τέλος και στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο τελειώνει η μακρά αλυσίδα των βιβλικών προφητών μιας και δεν είχαν πλέον λόγω ύπαρξης.
Μέχρι τη γέννηση του Χριστού οι βιβλικοί προφήτες συντήρησαν την προφητεία αλλά και η προφητεία τους συντήρησε ως θρησκευτικό φαινόμενο και εκστατική μυστική θρησκευτική κατάσταση. Από εδώ και πέρα την θέση τους την παίρνει ο χριστιανικός μυστικισμός πλέον.
Ο χριστιανικός μυστικισμός
Εδώ πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ της θρησκείας του Ιησού, και της θρησκείας για την οποία ο Ιησούς ο ίδιος έγινε θρησκευτικό αντικείμενο. Η διάκριση είναι επιτρεπτή και δυνατή, αλλά τα όρια μεταξύ αυτών των δύο είναι πολύ αόριστα και ανακριβή.
Η θρησκεία του Ιησού ήταν περιχαρακωμένη από την ιδέα ενός Θεού ως Πατρός του κόσμου, από την ιδέα μιας σχέσης εξαρτηματικής, θεμελιωμένης στην άμετρη αγάπη μεταξύ ανθρώπου και επουρανίου Πατρός, από την ιδέα ότι η επίγεια ζωή μεταμορφώνεται σε μια Βασιλεία του Θεού, μια «υπερκόσμια γη», από την ιδέα ότι οι άνθρωποι μεταξύ τους, ακόμα και οι εχθροί είναι αδέλφια, από την ιδέα ότι στον κόσμο το θαύμα είναι δυνατόν, αλλά κυρίως ότι πάνω από όλα τα θαύματα είναι το θαύμα της αγάπης του πλησίον, που εκδηλώνεται στον άνθρωπο.
Η θρησκεία για την οποία το πρόσωπο του Χριστού έγινε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θρησκευτικό αντικείμενο, επικεντρώθηκε στην ίδια την εμφάνιση του Ιησού. Σε αυτήν την διαδικασία συνέβαλλε κατά τρόπο αποδοτικό ο Απόστολος Παύλος. Ταυτόχρονα με την επικέντρωση στην ιστορική εμφάνιση του Θεανθρώπου Ιησού από την Ναζαρέτ, διακηρύχθηκε ένα νέο κέντρο της θρησκευτικής ζωής, ένας κόμβος πνευματικής ακτινοβολίας χωρίς όμοιο του στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ο θρησκευτικός σεισμός που ξεκίνησε από εδώ αντανάκλασθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο και εξελίχθηκε μέχρι τις ημέρες μας σε πολύ διαφορετικές εκφάνσεις. Η θρησκευτική ζωή, μέσα από τις παραλλαγές της πίστης, και η θρησκευτική ζωή σαν μυστική επιδίωξη, άνθισαν πολλαπλά και σύνθετα μέσω των πιο λαμπρών αντιπροσώπων και στον χώρο του χριστιανισμού.
Για πολλές φορές οι δύο εξεταζόμενοι τρόποι της θρησκευτικής ζωής, η κοινή θρησκευτική πίστη και ο μυστικισμός δηλαδή, αλληλοανέχθηκαν ο ένας τον άλλον βαδίζοντας παράλληλα, και κάποιες φορές έφτασαν σε μια θαυμαστή αλληλοεπίδραση, όπως στην ψυχή και το πνεύμα του Αποστόλου Παύλου. Άλλες φορές εκείνοι οι δύο τρόποι της θρησκευτικής ζωής κυριαρχούμενοι από πείσμα, αλληλοπολεμήθηκαν για την κυριαρχία του θρησκευτικού πεδίου.
Ο χριστιανικός μυστικισμός, με την κοινή σημασία του όρου, άργησε να εμφανισθεί, και ξεκίνησε από έναν μυστικισμό όπου η έκσταση είναι στην ουσία προσδεδεμένη και εξαρτημένη από την προφητεία. (Εδώ ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε έστω παρενθετικά ότι η «έκσταση» του προφήτη είναι μια ψυχολογική κατάσταση αρκετά διαφορετική από την «έκσταση» της μυστικής ένωσης.) Στον χριστιανικό μυστικισμό γίνεται βέβαια από την αρχή λόγος για θέωση ενώ ο άνθρωπος βρίσκεται ακόμα στο κτιστό του σώμα αλλά κάτω από ισχυρή πλατωνική επίδραση.
Ο Κλήμης (Στρωμματείς 7.11) χρησιμοποιώντας το λεξιλόγιο των παγανιστικών μυστηρίων, το οποίο προσαρμόζει στην χριστιανική θρησκευτική εμπειρία, μιλά συχνά για «την εποπτείαν Θεού» αλλά δεν ξεκαθαρίζει τι εννοεί με αυτό. Κάποιες αναφορές κάνει επίσης και ο Ωριγένης όταν λέει ότι: «Συχνά μάρτυς μου ο Θεός, αισθάνθηκα τον Νυμφίο να με πλησιάζει και να βρίσκεται μαζί μου, όσο μπορεί να συμβεί αυτό, ύστερα εξαφανιζόταν ξανά και δεν μπορούσα να βρω εκείνο που ζητούσα». (Ωριγένης Hom. In Cant., 1.7.)
Ωστόσο ο ίδιος ο Ωριγένης άνοιξε τον δρόμο στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης τον οποίον επηρέασε έντονα και ο οποίος αποκαλείται και ο πρώτος χριστιανός μυστικός. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης περιγράφει την μυστική εμπειρία ως ξύπνημα από το σώμα ή ανάβαση σε παρατηρητήριο, ως συνείδηση της θείας παρουσίας, απόκτηση της ιδιότητας του θεϊκού φωτός και ταύτιση με αυτό το οποίο αντιλαμβάνεται. (Γρηγόριος Νύσσης, P.G. 44, 996 A-D., 44, 453 A., 44, 508 B., 44, 1000 AB., 44, 1001 BC., 46, 93 C., 46, 372 BC,)
Παρόλα αυτά για πολλούς θεολόγους ο μυστικισμός παρέμεινε μάλλον μια θρησκευτική ανωμαλία. Υπάρχουν θεολόγοι με βεβαιωμένη πνευματική έφεση, οι οποίοι θεώρησαν τον μυστικισμό, την μυστική κατάσταση, ως μια κατάσταση πολύ άμορφη και η οποία απαιτεί ελάχιστα ελεγχόμενες προϋποθέσεις για να μπορεί να υποκριθεί τον ρόλο του πηδαλίου και της ρίζας της θρησκευτικής ζωής.
Όμως ο μυστικισμός, ακόμα, και όταν του αποδίδουμε την αληθινή σημασία της ελπίδας της ψυχής για την ένωση της με τον Θεό, δεν αποτελεί ένα ιδανικό αποδεκτό ως τέτοιο από όλους τους θρησκευόμενους ανθρώπους. Κανείς δεν θα υποστηρίξει, οσονδήποτε και αν η διαφορετικότητα της ομολογίας μας θολώνει το βλέμμα, ότι ο Λούθηρος, για παράδειγμα, δεν ήταν ένας άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος.
Είναι αλήθεια ωστόσο ότι ο Λούθηρος μίλησε άνευ περιστροφών με περιφρόνηση για τις μυστικές εκστάσεις, στις οποίες αμφισβήτησε κάθε σημασία. Ο Λούθηρος, και από αυτήν την άποψη μαζί του και ο Καλβίνος, εννοούν την θρησκευτικότητα υπό την μορφή της «πίστεως», σαν πνευματική πράξη κλεισμένη στον εαυτό της.
Ο μυστικισμός συχνά περιφρονήθηκε σαν ένα απλό φαινόμενο σχεδόν ανυπόστατο. Ενώ λοιπόν ο μυστικισμός περιέκλειε ένα ανώτατο και αυτονόητο ιδανικό για την ινδική σκέψη και θρησκευτικότητα, ή, σε μια ιδιαίτερη παραλλαγή, για τους οπαδούς του Λάο-Τσε, στο χριστιανικό κλίμα είχε συχνά πολύ διαφορετική αντιμετώπιση.
Μυστικισμός και Ανεξιθρησκεία
Εάν παραδεχθούμε ως «μυστική», με την ευρύτερη έννοια, κάθε προσπάθεια να κατασκευαστεί μια ψυχολογική γέφυρα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη Θεότητα, τότε μπορούμε να πούμε ότι ο μυστικισμός είναι ενδημικός σε όλη σχεδόν τη θρησκευτική σκέψη.
Οι «μυστικές περίοδοι» ωστόσο ταυτίζονται κυρίως με τις περιόδους αναταραχής οι οποίες γίνονται αφορμή να γεννηθούν ορισμένες κινήσεις που μπορεί να ονομασθούν «μυστικιστικές». Συγκεκριμένες τέτοιες περίοδοι είναι, για παράδειγμα στην αρχαιότητα, ο 6ος αιώνας π.Χ. (Πυθαγόρας, Ορφισμός), η αμέσως μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο περίοδος (Πλάτων), ο 1ος π.Χ. αιώνας (Ποσειδώνιος και Νεοπυθαγορισμός) και ο 3ος μ.Χ. αιώνας (Πλωτίνος, Νεοπλατωνισμός). Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξενίζει το συμπέρασμα ότι «εξαθλίωση και μυστικισμός είναι συγγενή γεγονότα».
Κάθε φορά που ο κόσμος φτωχαίνει σε ιδεολογικό επίπεδο και γίνεται ανασφαλής σε υλικό, καταστάσεις οι οποίες γεμίζουν με συναισθήματα φόβου και μίσους τις ψυχές των ανθρώπων, αντηχούν και πάλι τα λόγια του Αγαμέμνονα στον Όμηρο: «ας φύγουμε για την δική μας χώρα», (Ιλιάδα Β, 140), ερμηνευμένα από κάθε ανήσυχο πνεύμα ως πρόσκληση και υπόσχεση άμεσης διαφυγής από την ζοφερή επίγεια πραγματικότητα.
Στην σημερινή εποχή, την εποχή της Ανεξιθρησκείας, εκτός από την απομόνωση και την συνεχώς αυξανόμενη υλική και πνευματική ανασφάλεια των μεγαλουπόλεων, που προετοιμάζει το έδαφος στις ψυχές των ανθρώπων για «φυγή από την κοσμική πραγματικότητα», υπάρχει και ένας ακόμα λόγος που ευνοεί την ανάπτυξη του μυστικισμού σε βάρος της κοινής θρησκευτικής πίστης.
Αυτός είναι η ισοπέδωση των διαφόρων πίστεων μέσα από την κατάργηση της θρησκευτικής αυθεντίας. Σε μια εποχή όπως η δική μας όπου πίσω από τα duty-free των ευρωπαϊκών αεροδρομίων μπορεί ο καθένας να βρει στριμωγμένα ένα καθολικό προσευχητάριο, ένα προτεσταντικό παρεκκλήσιο, μια συναγωγή, ένα μικρό τζαμί και ένα βουδιστικό χώρο λατρείας, -διευθέτηση υποδειγματική και δίκαιη αλλά συνάμα και αποκάλυπτικη μιας κατάρρευσης της θρησκευτικής αυθεντίας η οποία υπήρξε η βάση της κοινής θρησκευτικής πίστης- τα ανήσυχα πνεύματα φυσικό είναι να στραφούν και πάλι προς εκείνο που χάθηκε μέσα από αυτήν την αλληλοσχετικοποιητική συγκατοίκηση των θρησκειών, προς το μυστήριο.
Παρόλο τον σεβασμό, για παράδειγμα, που έδειξε προς όλα τα θρησκεύματα η συμπροσευχή της Ασίζης, ωστόσο στέρησε από το χριστιανισμό την ιερή και απαραβίαστη αρχή του: εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία (Extra Ecclesiam nulla sallus).
Ένα από τα αόρατα προπύργια της Εκκλησίας μέσα στην συνείδηση του κάθε πιστού, η μεταφυσική αυθεντία, κλονίσθηκε και η εκκλησία τείνει να μετατραπεί σε μια ηθική αυθεντία ανάμεσα στις άλλες, γεγονός που απογοητεύει τους πιστούς. Υπάρχει επομένως στις ημέρες μας μια δυσφορία του πιστού που είναι πεπεισμένος στην καρδιά του ότι κατέχει την αλήθεια αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται αναγκασμένος να την υποβιβάσει κοινωνικά στο επίπεδο της άποψης.
Έτσι, όπως και άλλοτε, είναι υποχρεωμένος να καταφύγει στην ατομική ευλάβεια ή την μητρική ζεστασιά μιας θρησκευτικής κοινότητας ή σέκτας όπου θα μοιραστεί μαζί με άλλους ανθρώπους την ίδια αφοσίωση σε έναν Θεό, πλάστη και κύριο του σύμπαντος, που ωστόσο δεν έχει καν το δικαίωμα να βγει από τον περίβολο της συναγωγής, του καθεδρικού ή του τζαμιού.
Μπορεί να προσεύχεται σε όποιον θέλει αλλά η προσευχή του δεν πρέπει να έχει κοινωνικές συνέπειες. Μπορεί να ζει την πίστη του σαν μια απολυτότητα που δεν διαψεύδεται ή δεν αναιρείται, αλλά που όμως ισοπεδώνεται από την στιγμή που γίνεται αποδεκτή μαζί με τις άλλες.
Γεννημένη από την φρίκη των θρησκευτικών διώξεων η Ανεξιθρησκία δεν είναι τίποτα άλλο από την πρακτική έκφραση της απελπισίας. Οι άνθρωποι δεν συνεννοούνται παρά μετριάζουν τις πεποιθήσεις τους προκειμένου να μπουν στο κοινό καλούπι της απογοήτευσης.
Η θλιβερή ειρωνεία αυτής της περιπέτειας είναι ότι προσπαθώντας οι σύγχρονοι καιροί να ψυχράνουν το φλογερό ποτάμι της πίστης προκειμένου να το διοχετεύσουν σε ρεύματα λιγότερο ορμητικά, απελευθέρωσαν κυρίως την δεισιδαιμονία. Κράτησαν από τις μεγάλες πίστεις όχι τον δυναμισμό και το ενωτικό πάθος αλλά τα χειρότερα ελαττώματα τους όπως την ευπιστία, την απλοϊκότητα, την μανία του εξωλογικού. Και αυτό συνέβη γιατί μπορεί η λογική να κλόνισε την πίστη, κλόνισε όμως ταυτόχρονα και την πίστη στην ίδια την λογική.
Ο θρίαμβος της ανευλάβειας αντί να αποτελέσει αύξηση της ελευθερίας έγινε η παραμόρφωσή της και το βύθισμα της στον παιδισμό και στην άβυσσο φτηνών πολλές φορές μυστικισμών οι οποίοι «με τον επαινό τους για την αγνότητα διεγείρουν κρυφά την ασέλγεια», όπως πολύ εύστοχα είπε κάποτε ο Νίτσε. Το ιερό μετά την απόρριψη του από τον σύγχρονο άνθρωπο μετενσαρκώθηκε σε μια γκροτέσκα παρουσία και το αποτέλεσμα θα είναι κάποια στιγμή να ζητεί ο άνθρωπος την επαφή μαζί του μέσω κομπιούτερ, όπως σήμερα συμβουλεύεται το ωροσκόπιο του.
Ήδη ένα μεγάλο μέρος όσων ασχολούνται με τους υπολογιστές έχει ενσυνείδητα ή ασυνείδητα δραπετεύσει στην «δική τους χώρα» που δεν είναι τίποτα άλλο από τον πλασματικό κόσμο του κυβερνοχώρου. (Cyberspase) Η θρησκευτική μισαλλοδοξία επιτέλους νικήθηκε, δυστυχώς στην θέση της ήρθε η πνευματική αδιαφορία και απάθεια.
Ο κόσμος ολόκληρος βλέπει με απογοήτευση όλες τις απόπειρες που έγιναν στο παρελθόν προκειμένου να εγκατασταθεί ο παράδεισος επί της γης, και οι οποίες κόστισαν πολύ ακριβά ιδίως σε ανθρώπινες ζωές, να έχουν καταληξει στην πραγματική επικράτηση της κόλασης. Πολλά ελεύθερα πνευματα έχοντας απορίψει τους «θεούς της πόλεως» και μη βρίσκοντας κάποιον νέο θεό στο λίκνο ή στα σπαργανά του καταφεύγουν στο καθαρτήριο του εαυτούς του όπου δεν περιμένουν πια τίποτα, ούτε Σωτηρία, ούτε Υπέρτατο Αγαθό.
Ως συνέπεια όλων αυτών, μέσα στην κυριαρχία της Ανεξιθρησκίας, η πόρτα της ψυχής των ανθρώπων έχει ανοίξει και πάλι για τον μυστικισμό. Η σημερινή στροφή πολλών νέων προς τον αθωνικό κυρίως μοναχισμό από την μια αλλά και το θερμό ενδιαφέρον για τα ανατολικά θρησκεύματα από την άλλη μαρτυρεί του λόγου το αληθές.
Βιβλιογραφία:
Αγουρίδη Σάββα, Ιστορία των Χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1985.
Βέλλα Β., Πίνακες ισραηλιτικής ιστορίας, Αθήναι 1956.
Του ίδιου, Εβραϊκή Αρχαιολογία, Αθήναι 1965.
Γαλίτη Γεωργίου, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1991.
Loisy A., Les mystères païens et le mystère Chrétien, Paris 1930.
Cross, J., La Divinisation des chrétiens d’ après les pères grecs, 1938.
Dodds E.R., Pagan and Christian in an Age of Anxiety, Cambridge University Press, 1990.
Kirk, K.E., The Vision of God, 1931.
Momigliano A., The conflict between Paganism and Christianity in the Fourth Century, 1963.
Otto Rudolf, Mysticism East and West, 1932.
Stace W.T., Mysticism and Philosophy, 1960.
Zaehner, R.C., Mysticism Sacred and Profane, 1961.
Το είδαμε εδώ
Αυτοί οι ίδιοι οι προφήτες, θεωρούνταν ένα είδος οργάνου του Θεού, ο οποίος θέλησε δυναμικά να αποκαλυφθεί, εκ διαλειμμάτων, στον εκλεκτό του λαό. Είναι θαρραλέοι υπερασπιστές της Ιεράς Υπόσχεσης, που δόθηκε μεταξύ Ισραήλ και Ιεχωβά. Όταν ο λαός ξεχνά, και αυτόν συνέβαινε αρκετά συχνά, την δέσμευση την οποία είχε δώσει, πέφτοντας στην δίνη των ανομιών, ο Ιεχωβά τον προειδοποιούσε με κάποιον προφήτη, τον ταρακουνούσε να θυμηθεί την διαθήκη, με τρομερούς λόγους που απειλούσαν το αίμα και το σπέρμα του Ισραήλ στους αιώνες των αιώνων.
Η διαμάχη των προφητών με τα αμαρτήματα του εκλεκτού λαού, περιέχει αφάνταστο πάθος, είναι πρωτόγονη και δραματική. Οι προφήτες όμως είναι πριν από κάθε άλλη πλευρά της δραστηριότητας τους προφήτες, και αυτή τους η ιδιότητα τονίζεται από την έξαρση με την οποία ανήγγειλαν το σχέδιο με το όποίο ο Θεός θα οδηγήσει τον λαό του για να νικήσει τον κόσμο.
Από αυτήν την πλευρά της προφητικής δραστηριότητας παίρνει ύπαρξη ο μεσσιανικούς μύθος, ο μύθος εκείνος με την όψη στραμμένη στο μέλλον, ενός Μεσσία, ενός απεσταλμένου και λειτουργού του Θεού, ο οποίος από στιγμή σε στιγμή θα έρθει. Ο Μεσσιανικός μύθος αναφέρεται εξ’ ίσου στο ιστορικό πεπρωμένο του εκλεκτού λαού, όσο και σε ένα εσχατολογικό μέλλον – περί του τέλους του κόσμου.
Βρίσκουμε ιδιαίτερα συχνούς υπαινιγμούς, συστάσεις και μεσσιανικές εξαγγελίες, στους στίχους του προφητάνακτος ψαλμωδού Δαυίδ και στις αποκαλύψεις του προφήτου Ησαϊου. - Για τους θαυμαστές των παραλληλισμών και των συγκρίσεων αναφέρουμε ότι στις αρχαϊκές μεσοποταμιακές λατρείες ο μύθος του σωτήρα ήταν πολύ διαδεδομένος και καλλιεργημένος με ιδιαίτερο ζήλο.
Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο ότι στην βαβυλωνιακό πολιτισμό ο μύθος του σωτήρα είχε στενή σχέση με την κυκλική και αστρολογική αντίληψη περί της πορείας των κοσμικών και ιστορικών γεγονότων. Στο τέλος κάθε ενός μεγάλου «κοσμικού έτους» ο κόσμος καταστρέφεται, και μια ανανεωτική θεότητα αναλαμβάνει την τύχη των ανθρώπινων πεπρωμένων και σώζει την ανθρώπινη ύπαρξη, κτίζοντας έναν νέο κόσμο από τα απομεινάρια του παλιού.
Ένας παρόμοιος σωτήρας, από τον οποίο ξεκίνησε μια παγκόσμια αναγέννηση, ήταν για παράδειγμα ο θεός Μαρδούχ, του οποίου η λατρεία ήταν αυταρχική και είχε το κέντρο της στην εκπληκτική πόλη της Βαβυλώνας. Το μεσσιανικό μοτίβο έχει στην βαβυλωνιακή θρησκεία έναν απροκάλυπτα αστρικό χαρακτήρα, κυκλικό-κοσμολογικό, μυθολογικό-θεϊκό, εκτεταμένο-γιγαντιαίο, υπεράνθρωπινο.
Στην βαβυλωνιακή αντίληψη ο κόσμος παίρνει ύπαρξη, διαρκεί για ένα διάστημα, ξεπέφτει, καταρρέει, και τότε ένας θεός, ένας από τους πολλούς, μετατρέπεται σε σωτήρα του κόσμου, κυοφορεί μια νέα τάξη από τα απομεινάρια του γκρεμισμένου. Και το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή σύμφωνα με ένα γιγάντιο ημερολόγιο, χωρισμένο σε συμπαντικά έτη.
Ο μύθος είναι μνημειώδης χωρίς όμοιο και έχει μια εμφάνιση αστρολογική-χρονομετρική. - Το μεσσιανικό μοτίβο εμφανίζεται στους Εβραίους πολύ πιο εξανθρωπισμένο, συνδεδεμένο πρώτα από όλα με την ιστορία του ανθρώπου ή με την ιστορία κάποιων φυλών. Το μεσσιανικό μοτίβο δεν έχει στους Εβραίους χαρακτήρα κυκλικό, κοσμολογικό και αστρολογικό. Το πεπρωμένο του εκλεκτού λαού είναι αυτό που ενδιαφέρει από την αρχή έως το τέλος.
Ο Μεσσίας θα έρθει για την σωτηρία του εκλεκτού λαού και για την εγκαθίδρυση μιας οριστικής κατάστασης. Το μεσσιανικό μοτίβο εμφανίζεται λοιπόν στους Εβραίους προσαρμοσμένο με τελειότητα στο πνευματικό και μονοθεϊστικό είδος της θρησκείας: ο Θεός είναι Ένας, ο Μεσσίας παρομοίως, και στο τέλος του κόσμου θα θριαμβεύσουν μια για πάντα.
Ο μοναδικός θρίαμβος του Μεσσία δεν θα ακολουθηθεί από μια νέα παρακμή ή μια νέα πτώση, όπως στην βαβυλωνιακή κυκλική αντίληψη, όπου τα κοσμικά έτη, με τους κόσμους και τους σωτήρες τους, αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο με κανονικότητα και ακρίβεια χρονομετρική των αστρικών κινήσεων και των ζωδιακών μετακινήσεων.
Ο μεσσιανικός μύθος στους Εβραίους, εξανθρωπισμένος καθώς είναι, ιστορικοποιημένος, μοναδικός, συνδεδεμένος με το πεπρωμένο του ανθρώπου και κυρίως με εκείνο του εκλεκτού λαού, προϋποθέτει σαν υπόβαθρο μια θρησκεία διαθηκηκής φύσης. Σίγουρα ο μεσσιανικός μύθος, απαγγέλλεται από μέρους των προφητών με προφορική αφθονία, αλλά μόνο μέσα από απερίγραπτα οράματα και υπαινιγμούς δύσκολους στην ψηλάφηση.
Μέσα από τα μηνύματα τους απόκτησε μια παράξενη διαμόρφωση, κατά την διάρκεια της οποίας συμπεριέλαβε πολλά διφορούμενα. Έτσι οι πιο διαφορετικές ελπίδες αναζήτησαν μια δικλείδα στον μύθο, του οποίου κύριος συνεργάτης έγινε ο καιρός με τις καταστροφές του. Το μοτίβο του κοσμικού σωτήρα στον βαβυλωνιακό πολιτισμό είναι, είπαμε, υπερανθρώπινο.
Για τους Βαβυλωνίους οι σωτήρες είναι θεοί, και δεν γνωρίζουν παρά μόνο τους δρόμους του θριάμβου. Ο Ψαλμωδός Δαβίδ και ο προφήτης Ησαΐας αναγγέλλουν όμως την μελλοντική έλευση ενός Μεσσία, ο οποίος θα υποστεί πόνους και ταπεινώσεις. Το μεσσιανικό μοτίβο είναι εδώ βαθιά εξανθρωπισμένο, και τελικά προορισμένο για μια αιώνια εξέλιξη. Η ατμόσφαιρα της μεσσιανικής αναμονής ολοένα και δυνάμωνε ώστε την εποχή της γέννησης του Θεανθρώπου, του Ιησού από την Ναζαρέτ, έπρεπε να είχε λάβει κάποιες διαστάσεις πνευματικού πυρετού.
Κατειλημμένος από το συναίσθημα της άμεσης έλευσης των γεγονότων ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής ανάγγειλε την άμεση εμφάνιση του Μεσσία, εκείνου ο οποίος «δεν θα βαπτίζει μόνον εν ύδατι αλλά και πνεύματι αγίω». Σε εκείνες τις πέριξ του Ιορδάνη ποταμού περιοχές και τις δυτικά της Νεκράς θαλάσσης, πρέπει να υπήρχαν πολλοί οικισμοί, χωριουδάκια με εστίες στις οποίες έκαιγε η φλόγα της αναμονής.
Ένας μύθος, ζεσταμένος από την φλόγα που μεγάλωνε στις ψυχές για πολλούς αιώνες έπρεπε κάποια στιγμή να λάβει υπόσταση. Σε αυτήν την ατμόσφαιρα της έξαρσης και της λαχτάρας της αναμονής συνέβη κατόπιν ένα ιστορικό γεγονός μιας εντελώς εξαιρετικής σημασίας.
Ο μεσσιανικός μύθος έλαβε στην πραγματικότητα στην κατοχή του μια ανθρώπινη ύπαρξη και πραγματοποιήθηκε μέσω αυτής. – Η ζωή του Ιησού από την Ναζαρέτ, διηγημένη από τους Ευαγγελιστές είναι σίγουρα από πολλές απόψεις μια προσωποποίηση του μύθου. Από αυτό το γεγονός πολλοί βιάστηκαν να συμπεράνουν ότι ο Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ σαν αληθινή ιστορική προσωπικότητα και να θέσουν το ζήτημα μεταξύ ιστορικού και βιβλικού Ιησού που βασάνισε την Δύση για αιώνες.
Αλλά η ζωή του Ιησού διαπλάθεται μυθικά, επειδή ήταν ακριβώς η πραγματοποίηση ενός μύθου, μιας υπόσχεσης, η οποία φόρτισε με τον ηλεκτρισμό όλων των αναμονών τον αέρα για τόσους αιώνες. Ο μύθος, δημιουργημένος για να πραγματοποιηθεί, έπρεπε να πραγματοποιηθεί, ευθύς μόλις εμφανίστηκε η ύπαρξη η οποία είχε την υπεράνθρωπινη δύναμη να τον ολοκληρώσει.
Την εποχή εκείνη πρέπει να είχαν υπάρξει και πολλοί αποτυχημένοι «χριστοί», οι οποίοι κυριάρχησαν στις μεσσιανικές προσδοκίες και είπαν: «Εγώ ειμί! Εγώ ειμί ο αναγγελθείς!» - για να καταλάβουν την δεύτερη ημέρα ότι δεν είχαν την δύναμη που απαιτούσε ένα τέτοιο πεπρωμένο, και ότι οι ίδιοι δεν ήσαν παρά κάποιοι αποτυχημένοι.
Με την εμφάνιση λοιπον του Ιησού Χριστού, αφού εκπληρώνεται στο πρόσωπο Του η μεσσιανική προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης, ο παλαιοδιαθηκικός προφητισμός λαμβάνει τέλος και στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο τελειώνει η μακρά αλυσίδα των βιβλικών προφητών μιας και δεν είχαν πλέον λόγω ύπαρξης.
Μέχρι τη γέννηση του Χριστού οι βιβλικοί προφήτες συντήρησαν την προφητεία αλλά και η προφητεία τους συντήρησε ως θρησκευτικό φαινόμενο και εκστατική μυστική θρησκευτική κατάσταση. Από εδώ και πέρα την θέση τους την παίρνει ο χριστιανικός μυστικισμός πλέον.
Ο χριστιανικός μυστικισμός
Εδώ πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ της θρησκείας του Ιησού, και της θρησκείας για την οποία ο Ιησούς ο ίδιος έγινε θρησκευτικό αντικείμενο. Η διάκριση είναι επιτρεπτή και δυνατή, αλλά τα όρια μεταξύ αυτών των δύο είναι πολύ αόριστα και ανακριβή.
Η θρησκεία του Ιησού ήταν περιχαρακωμένη από την ιδέα ενός Θεού ως Πατρός του κόσμου, από την ιδέα μιας σχέσης εξαρτηματικής, θεμελιωμένης στην άμετρη αγάπη μεταξύ ανθρώπου και επουρανίου Πατρός, από την ιδέα ότι η επίγεια ζωή μεταμορφώνεται σε μια Βασιλεία του Θεού, μια «υπερκόσμια γη», από την ιδέα ότι οι άνθρωποι μεταξύ τους, ακόμα και οι εχθροί είναι αδέλφια, από την ιδέα ότι στον κόσμο το θαύμα είναι δυνατόν, αλλά κυρίως ότι πάνω από όλα τα θαύματα είναι το θαύμα της αγάπης του πλησίον, που εκδηλώνεται στον άνθρωπο.
Η θρησκεία για την οποία το πρόσωπο του Χριστού έγινε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θρησκευτικό αντικείμενο, επικεντρώθηκε στην ίδια την εμφάνιση του Ιησού. Σε αυτήν την διαδικασία συνέβαλλε κατά τρόπο αποδοτικό ο Απόστολος Παύλος. Ταυτόχρονα με την επικέντρωση στην ιστορική εμφάνιση του Θεανθρώπου Ιησού από την Ναζαρέτ, διακηρύχθηκε ένα νέο κέντρο της θρησκευτικής ζωής, ένας κόμβος πνευματικής ακτινοβολίας χωρίς όμοιο του στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ο θρησκευτικός σεισμός που ξεκίνησε από εδώ αντανάκλασθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο και εξελίχθηκε μέχρι τις ημέρες μας σε πολύ διαφορετικές εκφάνσεις. Η θρησκευτική ζωή, μέσα από τις παραλλαγές της πίστης, και η θρησκευτική ζωή σαν μυστική επιδίωξη, άνθισαν πολλαπλά και σύνθετα μέσω των πιο λαμπρών αντιπροσώπων και στον χώρο του χριστιανισμού.
Για πολλές φορές οι δύο εξεταζόμενοι τρόποι της θρησκευτικής ζωής, η κοινή θρησκευτική πίστη και ο μυστικισμός δηλαδή, αλληλοανέχθηκαν ο ένας τον άλλον βαδίζοντας παράλληλα, και κάποιες φορές έφτασαν σε μια θαυμαστή αλληλοεπίδραση, όπως στην ψυχή και το πνεύμα του Αποστόλου Παύλου. Άλλες φορές εκείνοι οι δύο τρόποι της θρησκευτικής ζωής κυριαρχούμενοι από πείσμα, αλληλοπολεμήθηκαν για την κυριαρχία του θρησκευτικού πεδίου.
Ο χριστιανικός μυστικισμός, με την κοινή σημασία του όρου, άργησε να εμφανισθεί, και ξεκίνησε από έναν μυστικισμό όπου η έκσταση είναι στην ουσία προσδεδεμένη και εξαρτημένη από την προφητεία. (Εδώ ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε έστω παρενθετικά ότι η «έκσταση» του προφήτη είναι μια ψυχολογική κατάσταση αρκετά διαφορετική από την «έκσταση» της μυστικής ένωσης.) Στον χριστιανικό μυστικισμό γίνεται βέβαια από την αρχή λόγος για θέωση ενώ ο άνθρωπος βρίσκεται ακόμα στο κτιστό του σώμα αλλά κάτω από ισχυρή πλατωνική επίδραση.
Ο Κλήμης (Στρωμματείς 7.11) χρησιμοποιώντας το λεξιλόγιο των παγανιστικών μυστηρίων, το οποίο προσαρμόζει στην χριστιανική θρησκευτική εμπειρία, μιλά συχνά για «την εποπτείαν Θεού» αλλά δεν ξεκαθαρίζει τι εννοεί με αυτό. Κάποιες αναφορές κάνει επίσης και ο Ωριγένης όταν λέει ότι: «Συχνά μάρτυς μου ο Θεός, αισθάνθηκα τον Νυμφίο να με πλησιάζει και να βρίσκεται μαζί μου, όσο μπορεί να συμβεί αυτό, ύστερα εξαφανιζόταν ξανά και δεν μπορούσα να βρω εκείνο που ζητούσα». (Ωριγένης Hom. In Cant., 1.7.)
Ωστόσο ο ίδιος ο Ωριγένης άνοιξε τον δρόμο στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης τον οποίον επηρέασε έντονα και ο οποίος αποκαλείται και ο πρώτος χριστιανός μυστικός. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης περιγράφει την μυστική εμπειρία ως ξύπνημα από το σώμα ή ανάβαση σε παρατηρητήριο, ως συνείδηση της θείας παρουσίας, απόκτηση της ιδιότητας του θεϊκού φωτός και ταύτιση με αυτό το οποίο αντιλαμβάνεται. (Γρηγόριος Νύσσης, P.G. 44, 996 A-D., 44, 453 A., 44, 508 B., 44, 1000 AB., 44, 1001 BC., 46, 93 C., 46, 372 BC,)
Παρόλα αυτά για πολλούς θεολόγους ο μυστικισμός παρέμεινε μάλλον μια θρησκευτική ανωμαλία. Υπάρχουν θεολόγοι με βεβαιωμένη πνευματική έφεση, οι οποίοι θεώρησαν τον μυστικισμό, την μυστική κατάσταση, ως μια κατάσταση πολύ άμορφη και η οποία απαιτεί ελάχιστα ελεγχόμενες προϋποθέσεις για να μπορεί να υποκριθεί τον ρόλο του πηδαλίου και της ρίζας της θρησκευτικής ζωής.
Όμως ο μυστικισμός, ακόμα, και όταν του αποδίδουμε την αληθινή σημασία της ελπίδας της ψυχής για την ένωση της με τον Θεό, δεν αποτελεί ένα ιδανικό αποδεκτό ως τέτοιο από όλους τους θρησκευόμενους ανθρώπους. Κανείς δεν θα υποστηρίξει, οσονδήποτε και αν η διαφορετικότητα της ομολογίας μας θολώνει το βλέμμα, ότι ο Λούθηρος, για παράδειγμα, δεν ήταν ένας άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος.
Είναι αλήθεια ωστόσο ότι ο Λούθηρος μίλησε άνευ περιστροφών με περιφρόνηση για τις μυστικές εκστάσεις, στις οποίες αμφισβήτησε κάθε σημασία. Ο Λούθηρος, και από αυτήν την άποψη μαζί του και ο Καλβίνος, εννοούν την θρησκευτικότητα υπό την μορφή της «πίστεως», σαν πνευματική πράξη κλεισμένη στον εαυτό της.
Ο μυστικισμός συχνά περιφρονήθηκε σαν ένα απλό φαινόμενο σχεδόν ανυπόστατο. Ενώ λοιπόν ο μυστικισμός περιέκλειε ένα ανώτατο και αυτονόητο ιδανικό για την ινδική σκέψη και θρησκευτικότητα, ή, σε μια ιδιαίτερη παραλλαγή, για τους οπαδούς του Λάο-Τσε, στο χριστιανικό κλίμα είχε συχνά πολύ διαφορετική αντιμετώπιση.
Μυστικισμός και Ανεξιθρησκεία
Εάν παραδεχθούμε ως «μυστική», με την ευρύτερη έννοια, κάθε προσπάθεια να κατασκευαστεί μια ψυχολογική γέφυρα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη Θεότητα, τότε μπορούμε να πούμε ότι ο μυστικισμός είναι ενδημικός σε όλη σχεδόν τη θρησκευτική σκέψη.
Οι «μυστικές περίοδοι» ωστόσο ταυτίζονται κυρίως με τις περιόδους αναταραχής οι οποίες γίνονται αφορμή να γεννηθούν ορισμένες κινήσεις που μπορεί να ονομασθούν «μυστικιστικές». Συγκεκριμένες τέτοιες περίοδοι είναι, για παράδειγμα στην αρχαιότητα, ο 6ος αιώνας π.Χ. (Πυθαγόρας, Ορφισμός), η αμέσως μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο περίοδος (Πλάτων), ο 1ος π.Χ. αιώνας (Ποσειδώνιος και Νεοπυθαγορισμός) και ο 3ος μ.Χ. αιώνας (Πλωτίνος, Νεοπλατωνισμός). Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξενίζει το συμπέρασμα ότι «εξαθλίωση και μυστικισμός είναι συγγενή γεγονότα».
Κάθε φορά που ο κόσμος φτωχαίνει σε ιδεολογικό επίπεδο και γίνεται ανασφαλής σε υλικό, καταστάσεις οι οποίες γεμίζουν με συναισθήματα φόβου και μίσους τις ψυχές των ανθρώπων, αντηχούν και πάλι τα λόγια του Αγαμέμνονα στον Όμηρο: «ας φύγουμε για την δική μας χώρα», (Ιλιάδα Β, 140), ερμηνευμένα από κάθε ανήσυχο πνεύμα ως πρόσκληση και υπόσχεση άμεσης διαφυγής από την ζοφερή επίγεια πραγματικότητα.
Στην σημερινή εποχή, την εποχή της Ανεξιθρησκείας, εκτός από την απομόνωση και την συνεχώς αυξανόμενη υλική και πνευματική ανασφάλεια των μεγαλουπόλεων, που προετοιμάζει το έδαφος στις ψυχές των ανθρώπων για «φυγή από την κοσμική πραγματικότητα», υπάρχει και ένας ακόμα λόγος που ευνοεί την ανάπτυξη του μυστικισμού σε βάρος της κοινής θρησκευτικής πίστης.
Αυτός είναι η ισοπέδωση των διαφόρων πίστεων μέσα από την κατάργηση της θρησκευτικής αυθεντίας. Σε μια εποχή όπως η δική μας όπου πίσω από τα duty-free των ευρωπαϊκών αεροδρομίων μπορεί ο καθένας να βρει στριμωγμένα ένα καθολικό προσευχητάριο, ένα προτεσταντικό παρεκκλήσιο, μια συναγωγή, ένα μικρό τζαμί και ένα βουδιστικό χώρο λατρείας, -διευθέτηση υποδειγματική και δίκαιη αλλά συνάμα και αποκάλυπτικη μιας κατάρρευσης της θρησκευτικής αυθεντίας η οποία υπήρξε η βάση της κοινής θρησκευτικής πίστης- τα ανήσυχα πνεύματα φυσικό είναι να στραφούν και πάλι προς εκείνο που χάθηκε μέσα από αυτήν την αλληλοσχετικοποιητική συγκατοίκηση των θρησκειών, προς το μυστήριο.
Παρόλο τον σεβασμό, για παράδειγμα, που έδειξε προς όλα τα θρησκεύματα η συμπροσευχή της Ασίζης, ωστόσο στέρησε από το χριστιανισμό την ιερή και απαραβίαστη αρχή του: εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία (Extra Ecclesiam nulla sallus).
Ένα από τα αόρατα προπύργια της Εκκλησίας μέσα στην συνείδηση του κάθε πιστού, η μεταφυσική αυθεντία, κλονίσθηκε και η εκκλησία τείνει να μετατραπεί σε μια ηθική αυθεντία ανάμεσα στις άλλες, γεγονός που απογοητεύει τους πιστούς. Υπάρχει επομένως στις ημέρες μας μια δυσφορία του πιστού που είναι πεπεισμένος στην καρδιά του ότι κατέχει την αλήθεια αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται αναγκασμένος να την υποβιβάσει κοινωνικά στο επίπεδο της άποψης.
Έτσι, όπως και άλλοτε, είναι υποχρεωμένος να καταφύγει στην ατομική ευλάβεια ή την μητρική ζεστασιά μιας θρησκευτικής κοινότητας ή σέκτας όπου θα μοιραστεί μαζί με άλλους ανθρώπους την ίδια αφοσίωση σε έναν Θεό, πλάστη και κύριο του σύμπαντος, που ωστόσο δεν έχει καν το δικαίωμα να βγει από τον περίβολο της συναγωγής, του καθεδρικού ή του τζαμιού.
Μπορεί να προσεύχεται σε όποιον θέλει αλλά η προσευχή του δεν πρέπει να έχει κοινωνικές συνέπειες. Μπορεί να ζει την πίστη του σαν μια απολυτότητα που δεν διαψεύδεται ή δεν αναιρείται, αλλά που όμως ισοπεδώνεται από την στιγμή που γίνεται αποδεκτή μαζί με τις άλλες.
Γεννημένη από την φρίκη των θρησκευτικών διώξεων η Ανεξιθρησκία δεν είναι τίποτα άλλο από την πρακτική έκφραση της απελπισίας. Οι άνθρωποι δεν συνεννοούνται παρά μετριάζουν τις πεποιθήσεις τους προκειμένου να μπουν στο κοινό καλούπι της απογοήτευσης.
Η θλιβερή ειρωνεία αυτής της περιπέτειας είναι ότι προσπαθώντας οι σύγχρονοι καιροί να ψυχράνουν το φλογερό ποτάμι της πίστης προκειμένου να το διοχετεύσουν σε ρεύματα λιγότερο ορμητικά, απελευθέρωσαν κυρίως την δεισιδαιμονία. Κράτησαν από τις μεγάλες πίστεις όχι τον δυναμισμό και το ενωτικό πάθος αλλά τα χειρότερα ελαττώματα τους όπως την ευπιστία, την απλοϊκότητα, την μανία του εξωλογικού. Και αυτό συνέβη γιατί μπορεί η λογική να κλόνισε την πίστη, κλόνισε όμως ταυτόχρονα και την πίστη στην ίδια την λογική.
Ο θρίαμβος της ανευλάβειας αντί να αποτελέσει αύξηση της ελευθερίας έγινε η παραμόρφωσή της και το βύθισμα της στον παιδισμό και στην άβυσσο φτηνών πολλές φορές μυστικισμών οι οποίοι «με τον επαινό τους για την αγνότητα διεγείρουν κρυφά την ασέλγεια», όπως πολύ εύστοχα είπε κάποτε ο Νίτσε. Το ιερό μετά την απόρριψη του από τον σύγχρονο άνθρωπο μετενσαρκώθηκε σε μια γκροτέσκα παρουσία και το αποτέλεσμα θα είναι κάποια στιγμή να ζητεί ο άνθρωπος την επαφή μαζί του μέσω κομπιούτερ, όπως σήμερα συμβουλεύεται το ωροσκόπιο του.
Ήδη ένα μεγάλο μέρος όσων ασχολούνται με τους υπολογιστές έχει ενσυνείδητα ή ασυνείδητα δραπετεύσει στην «δική τους χώρα» που δεν είναι τίποτα άλλο από τον πλασματικό κόσμο του κυβερνοχώρου. (Cyberspase) Η θρησκευτική μισαλλοδοξία επιτέλους νικήθηκε, δυστυχώς στην θέση της ήρθε η πνευματική αδιαφορία και απάθεια.
Ο κόσμος ολόκληρος βλέπει με απογοήτευση όλες τις απόπειρες που έγιναν στο παρελθόν προκειμένου να εγκατασταθεί ο παράδεισος επί της γης, και οι οποίες κόστισαν πολύ ακριβά ιδίως σε ανθρώπινες ζωές, να έχουν καταληξει στην πραγματική επικράτηση της κόλασης. Πολλά ελεύθερα πνευματα έχοντας απορίψει τους «θεούς της πόλεως» και μη βρίσκοντας κάποιον νέο θεό στο λίκνο ή στα σπαργανά του καταφεύγουν στο καθαρτήριο του εαυτούς του όπου δεν περιμένουν πια τίποτα, ούτε Σωτηρία, ούτε Υπέρτατο Αγαθό.
Ως συνέπεια όλων αυτών, μέσα στην κυριαρχία της Ανεξιθρησκίας, η πόρτα της ψυχής των ανθρώπων έχει ανοίξει και πάλι για τον μυστικισμό. Η σημερινή στροφή πολλών νέων προς τον αθωνικό κυρίως μοναχισμό από την μια αλλά και το θερμό ενδιαφέρον για τα ανατολικά θρησκεύματα από την άλλη μαρτυρεί του λόγου το αληθές.
Βιβλιογραφία:
Αγουρίδη Σάββα, Ιστορία των Χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1985.
Βέλλα Β., Πίνακες ισραηλιτικής ιστορίας, Αθήναι 1956.
Του ίδιου, Εβραϊκή Αρχαιολογία, Αθήναι 1965.
Γαλίτη Γεωργίου, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1991.
Loisy A., Les mystères païens et le mystère Chrétien, Paris 1930.
Cross, J., La Divinisation des chrétiens d’ après les pères grecs, 1938.
Dodds E.R., Pagan and Christian in an Age of Anxiety, Cambridge University Press, 1990.
Kirk, K.E., The Vision of God, 1931.
Momigliano A., The conflict between Paganism and Christianity in the Fourth Century, 1963.
Otto Rudolf, Mysticism East and West, 1932.
Stace W.T., Mysticism and Philosophy, 1960.
Zaehner, R.C., Mysticism Sacred and Profane, 1961.
Το είδαμε εδώ
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
ΣΤΟ FACEBOOK Ή ΣΤΟ BLOGGER👇
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αγαπητοί αναγνώστες, ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε.