Σε συνδυασμό με ένα κατεστραμμένο "ελληνικό" εκπαιδευτικό σύστημα, υπάρχει ορατός κίνδυνος τόσο οι νέες γενιές Ελλήνων να μη γνωρίσουν τις απλές και βασικές αλήθειες της εθνικής μας ιστορίας, όσο και οι μεγαλύτεροι να ξεχάσουν - αφού η επανάληψη εστί η μήτηρ της μαθήσεως, ενώ το αντίθετο οδηγεί την αμνησία και τη λήθη...
Αυτά λοιπόν τα αυθεντικά, ελληνικά, ηρωικά πρότυπα που σήμερα αφενός κινδυνεύουν να ξεχαστούν και ταυτόχρονα έχουμε άμεση και ζωτική ανάγκη να θυμηθούμε και να μιμηθούμε,
προσπαθήσαμε να αναζητήσουμε, ανατρέχοντας σε μια από τις παλιές ιστορικές πηγές: την "Ελληνική Επανάσταση" του Διονυσίου Κόκκινου, εκδόσεις «Μέλισσα», 1956.
Αποδίδουμε στη δημοτική από το πρωτότυπο κείμενο, την ιστορία, την προέλευση και εξέλιξη των Κλεφτών.
Σελ. 44
«Ενώ αναπτύσσονταν οι ηθικές και υλικές δυνάμεις με τόσο πυρετό, το έθνος αποκτούσε τα όπλα του. Αυτή η ίδια η τουρκική διοίκηση το ανάγκασε να τα αναζητήσει ευθύς εξ αρχής. Το φοβερό παιδομάζωμα, που έκανε ολόκληρη την Ελλάδα επί δυο αιώνες να υψώνει σπαρακτικούς θρήνους, άφηνε αλησμόνητα πένθη. (…)
Οι δικαστές που απένειμαν πραγματική δικαιοσύνη ήταν σπανιότατοι. Το μπαξίς ήταν απαραίτητο. Αλλά και αν έβρισκε κανείς ειλικρινή δικαστή, έπρεπε να περιμένει να υποστεί, μετά την ευμενή δικαστική απόφαση, την επίθεση του Τούρκου αντιδίκου του.
Οι περισσότερο περήφανοι και οι τολμηρότεροι πήραν ένα όπλο και τράβηξαν προς τα βουνά, και από εκεί έστηναν πόλεμο με τους Τούρκους που διαρκούσε όσο και η ζωή τους.
Αυτή η εμφάνιση των πρώτων Ελλήνων ενόπλων εις τα βουνά, που αρχίζει από τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση, είναι η πρώτη αποφασιστική διαμαρτυρία κατά της αυθαιρεσίας του κράτους που ίδρυσε ο κατακτητής, εναντίον ενός ολόκληρου πολιτισμένου λαού.
Οι Τούρκοι τους ονόμασαν κλέφτες για να τους δυσφημίσουν. Ο Κολοκοτρώνης το λέει, με μία από τις ωραιότερες φράσεις του: «Το κλέφτες εβγήκε από την εξουσία» (σ.σ. το «σύστημα» της εποχής εκείνης).
Ένας ξένος, ο περιηγητής Τουρνεφόρ, που γνώρισε τους χαΐνηδες, τους κλέφτες της Κρήτης, και τους είδε από κοντά, ελάχιστα χρόνια μετά την άλωση της νήσου και που γνώριζε ότι χαΐνηδες στα τούρκικα σημαίνει κακοποιοί, το καθορίζει ακριβώς: «Ονομάζουν με αυτό το όνομα τους επαναστάτες Έλληνες».
Και ο αγώνας τους υπήρξε τόσο θαυμαστός, ώστε έκαναν μια υβριστική λέξη να σημαίνει τον ήρωα.
Τα δημοτικά τραγούδια μας έδωσαν περί αυτών πολύτιμες πληροφορίες.
(...)
Σιγά-σιγά σχηματίσθηκαν και οργανώθηκαν ολόκληρα σώματα. Δημιουργήθηκαν τάξεις κλεφτών, πρώτοι, δεύτεροι και τρίτοι, αρχηγοί, ολόκληρη υπηρεσία. Ήταν η μόνιμη επανάσταση πάνω στα βουνά.
Οι συμπλοκές τους με τα στρατιωτικά σώματα που στέλνονταν εναντίον τους ήταν πραγματικές μάχες. Φρόντιζαν μόνο να σκοτώνουν και να μη συλληφθούν αιχμάλωτοι. Γνώριζαν τι μαρτύριο τους περίμενε, αν τους έπιαναν. Για τη ζωή τους δεν τους ένοιαζε. Όταν αποχαιρετίζονταν, έλεγαν ο ένας στον άλλον¨
-Καλό μολύβι!
Ήθελαν θάνατο ανώδυνο (σ.σ. «μια κι έξω»). Μεγάλο μέρος των δημοτικών τραγουδιών είναι τραγούδια του θανάτου.
(…)
Ήταν επόμενο, άνθρωποι όπως εκείνοι, όταν πληροφορούνταν ότι κάποιος από τους Έλληνες άρχοντες αδικούσε τους φτωχούς ομογενείς του ή συνεννοούταν με τις τουρκικές αρχές για την καταδίωξη των κλεφτών, να τον ξεγράφουν.
Γι’ αυτούς ο σκληρός κοτζάμπασης ήταν «τουρκολάτρης», θεωρούμενος εχθρός όπως ο κατέχων δημόσιο αξίωμα ή τσιφλίκια Οθωμανός.
Η έννοια της γι’ αυτούς ήταν ταυτόσημη με τον διαρκή ένοπλο αγώνα, τον οποίο δεν θα διέκοπτε παρά μόνο ο θάνατος κατά τη μάχη, ή η θανατική εκτέλεση αν συλλαμβάνονταν.
Δημιουργήθηκε, ως εκ τούτου, στρατιά εξαγριωμένων ανδρών, ικανών για κάθε είδους ηρωισμό και σκληρότητα και οι οποίοι, αφού είχαν κηρυχθεί από την κρατούσα εξουσία εκτός νόμου, όπως άλλωστε και οι ίδιοι διακήρυτταν τους εαυτούς τους, θεωρούσαν εχθρούς τους με οποιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενους με το κράτος.
Ήταν φυσικό να μην αισθάνονται συμπάθεια προς τους Έλληνες προκρίτους, που κατόρθωναν να σχηματίσουν περιουσία και συνεργάζονταν ενίοτε με τους Μωαμεθανούς, ενώ εκείνοι ζούσαν στα βουνά, χωρίς να βρίσκουν ησυχία ποτέ και στερούνταν τα στοιχειώδη αγαθά της ζωής. Οι ίδιοι περιέγραφαν την σκληρή αυτή ζωή στα τραγούδια τους.
Ιστορική προέλευση και εξέλιξη
Τα σώματα των κλεφτών ήταν οργανωμένα κατά τον τρόπο που επέβαλλε η πολεμική ανάγκη, αλλά και η παλιά στρατιωτική παράδοση που συνέχιζαν. Οι παλαιότεροι κλέφτες προέρχονταν από τους διαλυθέντες και καταστραφέντες, κατά την τουρκική κατάκτηση της Ελλάδας, στρατούς.
Στις από του Ολύμπου μέχρι του Ταινάρου περιοχές, κατά τη φραγκοκρατία, πλείστοι Έλληνες υπηρετούσαν στις φρουρές και τους στρατούς των ξένων. Πολλοί από αυτούς προσήλθαν στην υπηρεσία της Βενετίας και μάχονταν κατά των Τούρκων, όταν η δημοκρατία του Αγίου Μάρκου βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία.
Και όταν τα δυο αντίπαλα κράτη ειρήνευσαν, αρκετοί από τους Έλληνες στρατιωτικούς εξακολουθούσαν να πολεμούν τους Τούρκους από τα βουνά. Οι οικογένειες των κλεφτών, της Πελοποννήσου κυρίως, προήλθαν από τους στρατιωτικούς εκείνους.
Η πολεμική ιστορία των ατίθασων Κολοκοτρωναίων αρχίζει από τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα. Εκείνοι λοιπόν που σχημάτισαν τα πρώτα σώματα των κλεφτών είχαν γνώσεις στρατιωτικές και πλήρη την εθνική συνείδηση του προορισμού τους.
Τα σώματα αυτά ήταν ολόκληρα καπετανάτα, μικροί επαναστατημένοι στρατοί αποτελούμενοι από αδιάλλακτους πολεμιστές με αρχηγό, υπαρχηγό (πρωτοπαλλήκαρο) και με κληρονομικά τα δικαιώματα των αρχηγών.
Αλλά στη διαδοχή επικρατούσε επιλογή. Δεν γινόταν πάντοτε αρχηγός ο πρωτότοκος του αποθανόντα αρχηγού, αλλά ο καλύτερος από τους γιούς του, ο επιβληθείς ήδη με την αξία του στα άλλα παλληκάρια.
Η, μέσω του τρόπου της όλης ζωής τους, πολεμική άσκηση, η διαρκής αντιμετώπιση των κινδύνων, η ζωή των βουνών, ήταν γι’ αυτούς γυμναστική τραγική, από την οποία δημιουργούνταν άνδρες με θαυμαστές φυσικές ιδιότητες και δυνάμεις.
Κατά την ανάπαυση τους ασκούνταν στην σκοποβολή, στο λιθάρι, στο άλμα. Οι ατελείωτες πολεμικές περιπέτειες, τους έκαναν να ασκούνται και στον δρόμο. Για την ταχυποδία τους αναφέρουν πράγματα που φαντάζουν ως θρύλοι.
Ο Ζαχαριάς και ο Νικηταράς μπορούσαν να τρέχουν όσο τα καλπάζοντα άλογα. Κατά τις μάχες ήταν φοβεροί. Στηριζόμενοι συνήθως σε ορεινά σημεία, γνωρίζοντας σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο όπου κινούνταν, ικανοί να χρησιμοποιούν το έδαφος και τις ανωμαλίες του,
εκμηδένιζαν την υπεροχή του πολυαριθμότερου, πάντοτε, από αυτούς τακτικού στρατού, που στέλλονταν εναντίον τους, λεοντόκαρδοι και φλεγόμενοι από το ακοίμητο πάθος κατά του τυράννου.
Οι κλέφτες έγιναν πολλοί. Ο Όλυμπος, το Πήλιο, η Πίνδος, τα Άγραφα και οι κορυφές της Στερεάς, έγιναν ορμητήρια μεγάλων καπετανάτων και τα βουνά της Πελοποννήσου βρέθηκαν υπό την εξουσία τους.
Από εκεί με τις εκστρατείες τους κυριαρχούσαν σε ολόκληρες περιφέρειες, όπου οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να εμφανισθούν. Όντας κύριοι των βουνών, χρησιμοποιούν και τη θάλασσα.
Οι ελληνικοί βράχοι φθάνουν μέχρι τις ακτές. Και οι κλέφτες γίνονται κουρσάροι. Φθάνουν με τα μαύρα πλοία τους στα λιμάνια. Φέρνουν τον τρόμο στους Οθωμανούς, αρπάζουν, τιμωρούν.
Οι κυριότεροι από αυτούς είναι ο Κροκόνδυλος Κλαδάς, ο Θεόδωρος Μπούας, ο Πούλιος Δράκος, ο Μαλάμος, ο Αγγελής Σουμίλας, ο Πάνος Μεϊντάνης, ο Λιβίνης, ο Σπαθογιάννης, ο Κούρμας, ο Μόσχος, ο Χρίστος Βαλαώρας, ο Ζακυνθινός κουρσάρος Μανέττας.
Αλλά οι κλέφτες δεν αρκούνταν στην εξασφάλιση της δικής τους ελευθερίας. Γίνονταν υπερασπιστές των τυραννημένων ομογενών τους χωριών και πόλεων. Μέτρα τυραννικά των πασάδων, αδικίες, πράξεις σκληρής βίας κατά των φτωχών ραγιάδων, διέγειραν την οργή τους.
Κινούνταν τότε ως τιμωροί κατά των Οθωμανών και ο τρόμος που προκαλούσαν οι επιδρομές τους, έκανε τους τυράννους να γίνονται ηπιότεροι. Η συνείδηση της εθνικής τους αποστολής είναι φανερή από αυτό. Αποτελούσαν τον εντός του ίδιου του τουρκικού κράτους ανυπότακτο Στρατό του υπόδουλου Έθνους.
Γνωστά δημοτικά-κλέφτικα τραγούδια:
"Στις χώρες (=πόλεις) σκλάβοι κάθονται, τους Τούρκους εργατεύουν,
Και στα βουνά κλεφτόπουλα με το σπαθί στο χέρι.
Πασσά τους έχουν το σπαθί, βεζύρι το τουφέκι,
Κάλλιο να ζω με τα θεριά, παρά να ζω με Τούρκους."
"Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης,
Και ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια και γελάδια,
Κάμπους κι αμπελοχώραφα, κοπέλλια να δουλεύουν.
Μάνα μ’ εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
Και να μια σκλάβος των Τουρκών, κοπέλλι των Αγάδων,
Φέρε μου το βαρύ σπαθί και το μακρύ ντουφέκι,
Να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια.
Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται."
Και ένα κλέφτικο τραγούδι του θανάτου:
"Παιδιά μου μη σκανιάζεστε και μη παραπονιέστε,
Εγώ δεν έχω τίποτις, λίγο ‘μαι λαβωμένος,
Πικρό είναι το λάβωμα, γλυκό ‘ναι το μολύβι,
Τραβάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
Πάρτε με, παλληκάρια μου, λίγα κι αντρειωμένα,
Για πάρτε με και βγάλτε με σε μια ψηλή ραχούλα,
Και στρώστε μου χλωρά κλαδιά και βάλτε με να κάτσω,
Και φέρτε μου γλυκό κρασί από τους παπαδάδες,
Να πλύνω τη λαβωματιά, όπου ‘μια λαβωμένος,
Και πάρτε το μαχαίρι μου τα’ ασημοχάντζαρό μου,
Και φτειάστε μου το μνήμα μου, και φτειάστε το κιβούρι
Νάναι πλατύ, νάναι μακρύ, να παίρνει δυο νομάτους,
Να στέκ’ ορθός να πολεμώ, να πέφτω, να γιομίζω.
Και στη δεξιά μου τη μεριά αφήστε παραθύρι,
Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια."
Το είδαμε εδώ
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
ΣΤΟ FACEBOOK Ή ΣΤΟ BLOGGER👇
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αγαπητοί αναγνώστες, ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε.