Η άγνωστη ιστορία της ελληνικής μαφίας
Μαφία: λέξη πανάρχαια, αραβικής προέλευσης, η οποία πέρασε στην σικελική ιδιόλεκτο και έφτασε να είναι συνώνυμη με το μυστικό δίκτυο του οργανωμένου εγκλήματος κυρίως στη Νότια Ιταλία και στις ΗΠΑ, υπό τη διεύθυνση «οικογενειών» προερχόμενων από το φτωχό ιταλικό νότο: την Καλαβρία, την Απουλία, την Μπαζιλικάτα, την Καμπανία μέχρι και τη Σικελία.
Περιοχές που άλλοτε συνέθεταν το γεωγραφικό μωσαϊκό, την επικράτεια της Magna Graecia, της Grande Ellade ή πιο απλά της Μεγάλης Ελλάδας, δηλαδή των πολυάριθμων αρχαίων Ελληνικών αποικιών στα εδάφη του σημερινού ιταλικού νότου, που μπορεί μεν να αποτελούν μακρινό ιστορικό παρελθόν, γονιδιακά όμως και ιδιοσυγκρασιακά εμποτίζουν ακόμη τον φτωχό ιταλικό νότο.
Συγκεκριμένα, η λέξη «mafia» προέρχεται από το παλιό σικελικό επίθετο «mafiusu», το οποίο έχει τις ρίζες του στο αραβικό «mahjas» που σημαίνει αυτόν που κομπάζει με επιθετικό τρόπο. Μια κυριολεκτική μετάφραση είναι το «κόρδωμα», η «πόζα», αλλά μπορεί επίσης να μεταφραστεί ως «τόλμη», «νταηλίκι». Ως επιθετικός προσδιορισμός, το «mafiusu» στη Σικελία του 19ου αιώνα ήταν ασαφές και σήμαινε αυτόν που εκφοβίζει, τον τραμπούκο, υπερόπτη, τολμηρό, δραστήριο, και περήφανο.
Η σύνδεση της λέξης με την εγκληματική μυστική οργάνωση έγινε για πρώτη φορά στο θεατρικό έργο «I mafiusi di la Vicaria», των Τζουζέπε Ριτσότο και Γκαετάνο Μόσκα, του οποίου κεντρική υπόθεση είναι εγκληματικές συμμορίες στη φυλακή του Παλέρμο. Οι λέξεις «Mafia» ή «mafiusi» δεν αναφέρονται καμιά στιγμή στο έργο, και κατά πάσα πιθανότητα μπήκαν στον τίτλο μόνο για να δώσουν τοπικό χρώμα.
Για πολλούς ιστορικούς, η προέλευση της μαφίας πηγαίνει πολύ πίσω, ίσως στον Μεσαίωνα: δεν αποκλείεται η πρωταρχική μορφή της μαφίας να σχηματίστηκε ως μυστική οργάνωση τον 15ο αιώνα για να προστατέψει τους Σικελούς από ισπανικές λεηλασίες. Σήμερα, το 10% του εργατικού δυναμικού στις μεγαλύτερες περιφέρειες του ιταλικού Νότου, απασχολείται σε μπίζνες της Ντραγκέτα, της Καμόρα και της Κόζα Νόστρα, της Αγίας Τριάδας του ιταλικού δικτύου οργανωμένου εγκλήματος.
Σε όλο αυτό το συγκεχυμένο παρελθόν το ελληνικό στοιχείο δεν εκλείπει, καθώς από τα πρώτα χρόνια ήδη της επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα ελληνικά εδάφη, πολλές οικογένειες, κυρίως γαιοκτημόνων και αριστοκρατών της Νότιας Πελοποννήσου και της Μάνης μετοίκησαν με ειδική άδεια σε πόλεις και χωριά της Νότιας Ιταλίας, της Σικελίας μέχρι και της Κορσικής, όπου συγκρότησαν φατρίες που ενδεχομένως να συνέβαλαν σε μία πρώτη διαμόρφωση του κλειστού κυκλώματος των «οικογενειών» με στρατιωτική οργάνωση και αιματηρές «βεντέτες» στο ιστορικό τους. Όλες αυτές όμως οι συσχετίσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιβεβαιωθούν ιστορικά.
Το ζήτημα της οργάνωσης και της δομής του δικτύου οργανωμένου εγκλήματος έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτενούς ιστορικής μελέτης: λόγου χάρη, οι διαφορές μεταξύ του «κάθετου», «δενδροειδούς» συστήματος οργάνωσης της σικελικής Κόζα Νόστρα, η οποία δομείται βάσει ενός «κέντρου-κεφαλής» και του «οριζόντιου», «αποκεντροποιημένου» τρόπου οργάνωσης της ναπολιτάνικης Καμόρα, η οποία απλώνεται σε παρακλάδια.
Τις γνώσεις αναφορικά με την εσωτερική οργάνωση της σικελικής μαφίας τις οφείλουμε στο έργο του Τζοβάνι Φαλκόνε, του πρώτου Ιταλού δικαστή που αντιμετώπισε με σοβαρότητα και επιτυχία τη μαφία.
Η οργάνωση Κόζα Νόστρα αποτελείται από μαφιόζους που αυτοαποκαλούνται uomini d’onore (άνδρες τιμής) και η δομή της είναι κάθετη και έχει σχήμα πυραμίδας. Στη βάση της οργάνωσης βρίσκονται οι famiglie (οικογένειες), στις οποίοιες όλα τα μέλη γνωρίζονται μεταξύ τους, που διοικούνται από τον capo-famiglia (ο Δον, το αφεντικό της οικογένειας).
Άλλα σημαντικά πρόσωπα είναι ο sottocapo (υπό του αφεντικού) και οι consiglieri (σύμβουλοι), οι οποίοι δεν είναι περισσότεροι από τρεις. Οι οικογένειες χωρίζονται σε ομάδας των 10 ανδρών, τις λεγόμενες decine(δεκάδες), διοικούμενες από τον capo-decina (αφεντικό, ομαδάρχης). Τρεις οικογένειες σε μια περιοχή αποτελούν το mandamento (περιοχή), του οποίου εκπρόσωπος είναι ο capo-mandamento (αφεντικό της περιοχής), ο οποίος κατά κανόνα δεν είναι αφεντικό κάποιας από τις οικογένειες ώστε να μην τυγχάνει καμίας προνομιακής μεταχείρισης.
Οι διάφοροι capi-mandamento απαρτίζουν μια commissione ή cupola (επαρχιακή επιτροπή), η πιο σημαντική από τις οποίες είναι εκείνη του Παλέρμο. Αυτής της επαρχιακής επιτροπής προεδρεύει από κάποιονcapo-mandato ο οποίος, για να τονιστεί ο ρόλος του ως “πρώτος μεταξύ ίσων”, αρχικά ονομαζόταν segretario (γραμματέας), αν και φαίνεται ότι σήμερα έχει πάρει τον τίτλο capo (αφεντικό). Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν υπήρχε η ανάγκη για κάποιο όργανο ανώτερο από την επαρχιακή επιτροπή, δεδομένου ότι σχεδόν όλες οι οικογένειες βρίσκονταν στην επαρχία του Παλέρμο.
Όταν όμως η οργάνωση άπλωσε ρίζες σε όλη τη Σικελία, προέκυψε η ανάγκη για μια περιφερειακή επιτροπή, τη λεγόμενη interprovinciale (διεπαρχιακή), στην οποία μετείχαν όλοι οι εκπρόσωποι των διαφόρων επαρχιών και όπου ο τίτλος του capo διδόταν στο αφεντικό της πιο ισχυρής επαρχιακής επιτροπής, δηλαδή του Παλέρμο.
Η εγκληματική δραστηριότητα της Κόζα Νόστρα έχει δύο πτυχές. Από τη μια, προσπαθεί να εγγυηθεί τον έλεγχο της περιοχής όπου βρίσκεται, μέσω της οικονομικής επιβολής στις εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες της ζώνης, και να τιμωρήσει άμεσα και σκληρά όποιον αντιτίθεται ή αρνείται (η προστασία). Από την άλλη, προσπαθεί να έχει επιρροή στην πολιτική εξουσία και τους αξιωματούχους του κράτους, μέσω της προσφοράς χρημάτων και ψήφων, ώστε να μπορεί να διεξάγει ανενόχλητη τις δραστηριότητές της.
Με αυτό τον τρόπο μπορεί να αντιμετωπίζει οποιονδήποτε εχθρό, είτε του υποκόσμου είτε θεσμικό, από θέση ισχύος και να έχει πάντοτε ένα σίγουρο καταφύγιο και φίλους στους οποίους μπορεί να προστρέξει, συχνά εκμεταλλευόμενη ακόμη και τις δυνάμεις του ίδιου του κράτους.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου, το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα από το φτωχό ευρωπαϊκό νότο προς την Αμερική, μέσω Νέας Υόρκης, έφερε μαζί του και τη «μάστιγα»: μία νέα ολόκληρη αγορά παράνομων δραστηριοτήτων ανοιγόταν μπροστά στα πεινασμένα για «ψωμί» μάτια των Ιταλών και Ελλήνων μεταναστών.
Ο στερεότυπος βέβαια θέλει τους πρώτους συνυφασμένους με τη μαφιόζικη δράση και τους δεύτερους με την ταπεινή «προκοπή»: μία εικόνα στη διαμόρφωση της οποίας συνέβαλε φυσικά και η έβδομη τέχνη με εξέχοντα παραδείγματα τις σχεδόν μυθοποιητικές κινηματογραφικές ταινίες των Φράνσις Φορντ Κόπολα και Μάρτιν Σκορτσέζε, που μας έμαθαν πολλά για τη δράση της ιταλικής μαφίας στις ΗΠΑ του 20ου αιώνα.
Δεν υπάρχει πλέον σύγχρονος άνθρωπος που να μην έχει μία ορισμένη αντίληψη για το τι εστί «ιταλική μαφία». Ποιος όμως γνωρίζει τη δράση της ελληνικής;
Είναι γνωστή η ρήση γνωστού Ιταλού μαφιόζου της περίφημης οικογένειας Λουκέζε: «Η ελληνική μαφία είναι τόσο καλή και ισχυρή επειδή ακριβώς, σε αντίθεση με την ιταλική ή την ρωσική, κατάφερνε πάντα να μην κάνει αισθητή την παρουσία της».
Σε αυτό το στοιχείο της σιωπηλής δράσης οφείλει τη φήμη της ως μία από τις καλύτερες και αποτελεσματικότερες στον κόσμο. Κυριότεροι τόποι δράσης της στις ΗΠΑ, η Αστόρια της Νέας Υόρκης, η Φιλαδέλφεια, το Σικάγο και το Τορόντο, όπου ειδικευόταν στο τζόγο, τη νυχτερινή ζωή, την εμπορεία οινοπνευματωδών και άλλους τομείς της παρανομίας.
Φημολογείται ότι οι οικογένειες της ελληνικής μαφίας πραγματοποιούσαν τις συναντήσεις τους σε ελληνορθόδοξες εκκλησίες, προκειμένου να διαφύγουν την παρακολούθηση από το FBI. Επίσης, είχαν ανέκαθεν πολλές και υψηλές διασυνδέσεις με τον πολιτικό κόσμο των ΗΠΑ, σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα ελληνικά συνδικάτα οργανωμένου εγκλήματος δρούσαν στο πλευρό των Ιταλών «αδελφών» του, κυρίως των οικογενειών Λουκέζε, Τζενοβέζε και Γκαμπίνο. Με την τελευταία τα «έσπασαν» το 2001, όταν συνεργάτες των Γκαμπίνο (οι Τόνι Μοσκιατέλο, Τόνι Φεράρι και Τζέιμς Φιορίλο) δολοφόνησαν μέλη του ελληνικού συνδικάτουμ όπως ο Γκας Μπούλης, ιδιοκτήτης των SunCruz Cazinos στη νότια Φλόριντα.
Η ελληνοαμερικανική μαφία επιχειρεί κυρίως στην ανατολική ακτή – Βοστόνη, Φιλαδέλφεια, Κουίνς – όπου η περίφημη «οικογένεια Βελέντζα» ήλεγχαν τα underground casinos και άλλες μυστικές χαρτοπαικτικές λέσχες. Άλλες «οικογένειες» δραστηριοποιούνται επίσης στην περιοχή της Φλόριντα, όπως η «οικογένεια Pappas».
Απ’ όλες τις οικογένειες ελληνικής καταγωγής, όμως, υπήρξε μία που έκανε τη διαφορά: η διαβόητη «Οικογένεια Βελέντζα», η οποία προήλθε από τα σπάργανα της «Οικογένειας Κουράκου», Ελλήνων από τη Μάνη, ηγέτης της οποίας ήταν επί χρόνια ο Πίτερ «Pete the Greek» Κουράκος.
Η «Οικογένεια Βελέντζα» κυριάρχησε κατά τις δεκαετία του ’80 και του ’90, υπό τη σιδηρά χείρα του Σπυρίδωνα Βελέντζα, Έλληνα γκάνγκστερ που συνεργαζόταν στενά με την οικογένεια Λουκέζε. Η ομάδα, η οποία αριθμούσε 30 μέλη, έλεγχε το δίκτυο παράνομου τζόγου σε όλη την Αστόρια, το Κουίνς και το Μπρούκλιν.
Στις 20 Ιουνίου του 1992, ο Σπυρίδων Βελέντζας, γνωστός και ως «Σακαφλιάς», κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε 20ετή φυλάκιση κι εν συνεχεία σε ισόβια για δολοφονία, φοροδιαφυγή και παράνομο τζόγο, μαζί με τους συνεργάτες του Πίτερ Δρακούλης και Μάικλ Γκρίλο. Λέγεται πως τη δολοφονία την είχε διατάξει η οικογένεια Λουκέζε. Σήμερα, ο 75χρονος Βελέντζας συνεχίζει να εκτίει την ποινή του.
Θρυλική υπήρξε επίσης η σύγκρουση της Οικογένειας Βελέντζα με την ιταλική Οικογένεια Γκαμπίνο, μέλος της οποίας έχει κάνει την εξής ιστορική δήλωση:
«Οι Έλληνες ξέρουν να παίζουν το “παιχνίδι” τόσο μα τόσο καλά που ήταν ικανοί να μας εξαπατούν κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη μας».
Το είδαμε εδώ
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
ΣΤΟ FACEBOOK Ή ΣΤΟ BLOGGER👇
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αγαπητοί αναγνώστες, ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε.