BREAKING NEWS
latest

ΕΠΙΒΙΩΣΗ

ΕΠΙΒΙΩΣΗ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Mario de Andrade: Ο πολύτιμος χρόνος των ώριμων ανθρώπων!


Ένα απόσπασμα από έργο του Βραζιλιάνου Ποιητή, Συγγραφέα, Δοκιμιογράφου, Φωτογράφου και Μουσικολόγου, του Mario de Andrade (1893 – 1945).

«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ό,τι έχω ζήσει έως τώρα…

Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.

Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.

Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.

Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.
Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.

Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.
Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.

Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.

Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται… Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…

Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.

Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.
Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους.
Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.

Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.

Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.
Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων…

Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.

Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.

Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απʼόσες έχω ήδη φάει.

Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.

Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…»

Το είδαμε εδώ

Ο δεκάλογος του Paulo Coelho


Δεκάλογος του Paulo Coelho

1. Όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Και θα πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να παραμείνουν έτσι.

2. Σε κάθε άνθρωπο έχουν δοθεί δύο ποιότητες: η δύναμη και το ταλέντο. Η δύναμη τον οδηγεί να συναντήσει το πεπρωμένο του, το ταλέντο του τον υποχρεώνει να μοιραστεί με τους άλλους τα καλά του στοιχεία. Ο καθένας πρέπει να γνωρίζει πότε να χρησιμοποιεί το ένα και πότε το άλλο.

3. Σε κάθε άνθρωπο έχει δοθεί μια αρετή: η ικανότητα να επιλέγει. Για όποιον δεν χρησιμοποιεί αυτή την αρετή, μετατρέπεται σε κατάρα – και οι άλλοι θα επιλέγουν πάντα για λογαριασμό του.

4. Κάθε άνθρωπος έχει τον Προσωπικό του Μύθο να υλοποιήσει και αυτός είναι ο λόγος που έρχεται στον κόσμο. Ο Προσωπικός Μύθος εκδηλώνεται στον ενθουσιασμό του για όσα κάνει.

5. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει δύο γλώσσες: τη γλώσσα της κοινωνίας και την γλώσσα των οιωνών. Η πρώτη εξυπηρετεί την επικοινωνία με τους άλλους. Η δεύτερη χρησιμοποιείται για να εξηγεί τα μηνύματα από τον Θεό.

6. Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να αναζητά την απόλαυση – αυτό δηλαδή που δίνει σ’ εκείνον χαρά και όχι κατ’ ανάγκη στους άλλους.

7. Κάθε άνθρωπος πρέπει να διατηρεί ζωντανή μέσα του την ιερή φλόγα της τρέλας. Και πρέπει να συμπεριφέρεται σαν κανονικός άνθρωπος.

8. Τα μόνα σφάλματα που θεωρούνται σοβαρά είναι τα εξής: να μη σέβεσαι τα δικαιώματα του άλλου, να παραλύεις από τον φόβο, να αισθάνεσαι ένοχος, να νομίζεις ότι δεν αξίζεις ό,τι καλό και κακό σου συμβαίνει στη ζωή και να είσαι δειλός. Να αγαπούμε τους εχθρούς μας, αλλά να μην κάνουμε συμμαχίες μαζί τους. Βρίσκονται στον δρόμο μας για να δοκιμάσουν το σπαθί μας και αξίζουν τον σεβασμό της μάχης μας. Εμείς να διαλέγουμε τους εχθρούς μας και όχι αντίστροφα.

9. Όλες οι θρησκείες οδηγούν στον ίδιο Θεό και όλες αξίζουν τον ίδιο σεβασμό.

10. Ό,τι κάνουμε στο παρόν επηρεάζει το μέλλον ως συνέπεια και το παρελθόν ως λύτρωση.

Το είδαμε εδώ

Τα τρία ερωτήματα του Λέοντος Τολστόι


Μια φορά και έναν καιρό, ένας βασιλιάς σκέφτηκε ότι αν ήξερε πάντοτε την κατάλληλη στιγµή για ν’αρχίζει κάτι, αν ήξερε ποιοι είναι οι κατάλληλοι άνθρωποι για ν’ ακούει και ποιοι είναι εκείνοι που θα πρεπε ν’ αποφεύγει και πάνω από όλα αν ήξερε πάντοτε ποιο είναι το σηµαντικότερο πράγµα να κάνει, δε θα αποτύχαινε σε ό,τι επιχειρούσε.

Και όταν του ήρθε αυτή η σκέψη, φρόντισε να διακηρυχθεί σε ολόκληρο το βασίλειό του ότι θα έδινε σπουδαία αµοιβή σ’εκείνον που θα του µάθαινε ποια είναι η κατάλληλη στιγµή για κάθε ενέργεια, ποιοι είναι οι πιο αναγκάιοι άνθρωποι και πως θα µπορούσε να ξέρει ποιό είναι το πιο σπουδαίο πράγµα να κάνει.

Και ήλθαν σοφοί άνθρωποι στο βασιλιά, αλλά όλοι έδωσαν διαφορετικές απαντήσεις στα ερωτήµατα.
Σ’ απάντηση του πρώτου ερωτήµατος, µερικοί είπαν ότι για να ξέρει κανείς την κατάλληλη στιγµή για κάθε ενέργεια, πρέπει να φτιάξει προκαταβολικά ένα πρόγραµµα ηµερών, µηνών και ετών και να το ακολουθήσει πιστά. 

Μόνον έτσι, είπαν αυτοί, θα µπορούσε να γίνει το κάθε τι στην κατάλληλη στιγµή. Άλλοι δήλωσαν ότι θα ήταν αδύνατο ν’αποφασίσει κανείς εκ των προτέρω την κατάλληλη στιγµή για κάθε ενέργεια, αλλά αν δεν αφήσει τον εαυτό του να απορροφηθεί σε µάταιες ενασχολήσεις, θα µπορούσε πάντοτε να προσέχει τι συµβαίνει και τότε να κάνει ό,τι θα ήταν αναγκαίο. 

Άλλοι πάλι είπαν, ότι όσο κι αν πρόσεχε ο βασιλιάς ό,τι συµβαίνε, θα ήταν αδύνατο σε έναν άνθρωπο να αποφασίζει σωστά ποια είναι η κατάλληλη στιγµή για κάθε ενέργεια, γι΄ αυτό θα πρεπε να έχει ένα συµβούλιο από σοφούς ανθρώπους, που θα τον βοηθούσαν να καθορίσει την κατάλληλη στιγµή για κάθε τι.

Αλλά πάλι, άλλοι του είπαν ότι υπάρχουν ορισµένα πράγµατα που δε θα µπορούσαν να περιµένουν να εξεταστούν από ένα συµβούλιο και για τα οποία πρέπει κανείς να αποφασίσει αµέσως αν θα τα επιχειρίσει ή όχι. 

Για να µπορεί να όµως κανείς να το αποφασίσει αυτό, πρέπει να εκ των προτέρω τι πρόκειται να συµβεί. Μόνο µάγοι µπορούν να το κάνουν αυτό και γι’ αυτό, για να ξέρει κανείς την κατάλληλη στιγµή για κάθε ενέργεια, πρέπει να συµβουλεύεται µάγους.

Εξ ίσου ποικίλες ήταν οι απαντήσεις και στο δεύτερο ερώτηµα. Μερικοί είπαν ότι οι άνθρωποι που χρειάζεται περισσότερο ο βασιλιάς είναι οι σύµβουλοί του, άλλοι οι ιερείς, άλλοι οι γιατροί, ενώ άλλοι είπαν ότι πιο αναγκαίοι είναι οι πολεµιστές.

Στο τρίτο ερώτηµα για το ποιά είναι πιο σπουδαία ενασχόληση, µερικοί απάντησαν ότι πιο σπουδαίο πράγµα στο κόσµο είναι οι επιστήµες. Άλλοι είπαν ότι είναι η πολεµική επιδεξιότητα, και άλλοι πάλι ότι είναι η θρησκευτική λατρεία.

Όλες οι απαντήσεις ήταν διαφορετικές και ο βασιλιάς δε συµφώνησε σε καµιά απ’ αυτές και σε καµιά δεν έδωσε σηµασία. Αλλά θέλοντας ακόµη να βρει τις σωστές απαντήσεις, αποφάσισε να συµβουλευτεί έναν ερηµίτη πολύ γνωστό για την σοφία του.

Ο ερηµίτης ζούσε σ’ ένα δάσος απ’ το οποίο δεν αποµακρυνόταν ποτέ και δε δεχόταν παρά τους απλούς ανθρώπους.

Έτσι ο βασιλιάς ντύθηκε απλά ρούχα και πριν φτάσει στο κελί του ερηµίτη, κατέβηκε απ’ τ’ άλογό του, άφησε πίσω τη φρουρά του και πήγε µόνος του. ‘Οταν πλησίασε ο βασιλιάς, ο ερηµίτης έσκαβε τη γη µπροστά στην καλύβα του. 

Όταν είδε το βασιλιά, τον χαιρέτησε και συνέχισε να σκάβει.
Ο ερηµίτης ήταν άνθρωπος ασθενικός και αδύνατος και κάθε φορά που σφήνωνε την αξίνα του στην γη για να σηκώσει λίγο χώµα, ανάπνεε βαριά.

Ο βασιλιάς τον πλησίασε και του είπε: «Ήρθα σε σένα σοφέ ερηµίτη για να σε ρωτήσω τρία πράγµατα: Πώς θα µάθω να κάνω το κατάλληλο πράγµα στην κατάλληλη στιγµή, ποιοι είναι οι άνθρωποι που χρειάζοµαι περισσότερο και εποµένως ποιους θα πρέπει να προσέχω περισσότερο από τους άλλους και ποιες υποθέσεις είναι πιο σπουδαίες και χρειάζονται περισσότερο προσοχή»;

Ο ερηµίτης άκουσε το βασιλιά, αλλά δεν έδωσε καµιά απάντηση. Μόνο έφτυσε στις παλάµες του και ξανάρχισε το σκάψιµο.

«Είσαι κουρασµένος», είπε ο βασιλιάς, «άσε µε να πάρω την αξίνα και να δουλέψω εγώ λίγο για σένα».

«Ευχαριστώ», είπε ο ερηµίτης και δίνοντας την αξίνα στο βασιλιά κάθησε κάτω στο χώµα. Όταν έσκαψε ο βασιλιάς δύο αυλάκια, σταµάτησε και επανέλαβε τα ερωτήµατά του. Ο ερηµίτης και πάλι δεν απάντησε, αλλά σηκώθηκε, άπλωσε το χέρι του να πάρει την αξίνα και είπε: «Ξεκουράσου τώρα λίγο και άσε µένα να δουλέψω λιγάκι».

Ο βασιλιάς όµως δεν του έδωσε την αξίνα και συνέχισε να σκάβει. Πέρασε µια ώρα και άλλη µια. Ο ήλιος άρχισε να δύει πίσω απ’ τα δέντρα και ο βασιλιάς στο τέλος σφήνωσε την αξίνα στο χώµα και έιπε: «Ήρθα σε σένα σοφέ άνθρωπε για µια απάντηση στα ερωτήµατά µου. Αν δεν µπορείς να µου δώσεις καµιά, πες το µου να γυρίσω στο σπίτι µου».

«Να, κάποιος έρχεται τρέχοντας», είπε ο ερηµίτης. «Ας δούµε ποιος είναι».

 Ο βασιλιάς γύρισε και είδε ένα γενειοφόρο άνδρα να έρχεται τρέχοντας από το δάσος, σφίγγοντας µε τα χέρια του το στοµάχι του, απ’ το οποίο έτρεχε ποτάµι το αίµα. Όταν πλησίασε το βασιλιά, έπεσε λιπόθυµος στο χώµα βγάζοντας έναν ελαφρύ αναστεναγµό. Ο βασιλιάς και ο ερηµίτης ξεκούµπωσαν τα ρούχα του. Υπήρξε ένα µεγάλο τραύµα στο στοµάχι του. 

Ο βασιλιάς το έπλυνε όσο καλλίτερα µπορούσε και το έδεσε µε το µαντήλι του και µε µια πετσέτα που τού δωσε ο ερηµίτης. Αλλά το αίµα δε σταµατούσε να τρέχει και ο βασιλιάς ξανά και ξανά άλλαζε τον επίδεσµο, µουσκεµένο από καυτό αίµα, τον έπλενε και ξανάδενε το τράυµα. Όταν σταµάτησε να τρέχει το αίµα, ο πληγωµένος συνήλθε και ζήτησε κάτι να πιει. 

Ο βασιλιάς έφερε φρέσκο νερό και του το έδωσε. Στο µεταξύ ο ήλιος έδυσε και άρχισε να κρυώνουν. Έτσι ο βασιλιάς µε τη βοήθεια του ερηµίτη µετέφερε τον πληγωµένο στην καλύβα και τον ξάπλωσε στο κρεβάτι. Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι ο πληγωµένος, έκλεισε τα µάτια του και ησύχασε, αλλά ο βασιλιάς ήταν τόσο κουρασµένος απ’το περπάτηµα και τη δουλεία που έιχε κάνε, που κάθησε στο κατώφλι και τον πήρε και αυτόν ο ύπνος τόσο βαθιά, ώστε κοιµήθηκε συνέχεια όλη την καλοκαιριάτικη νύχτα.

Όταν ξύπνησε το πρωί, πέρασε πολλή ώρα πριν µπορέσει να θυµηθεί που ήταν, ή ποιος ήταν ο άγνωστος γενειαφόρος άνδρας που ήταν ξαπλωµένος στο κρεβάτι και τον κοίταζε έντονα και µε φλογισµένα µάτια.

«Συγχώρεσέ µε», είπε ο γενειαφόρος άνδρας µε µια ασθενική φωνή, όταν είδε ότι ο βασιλιάς είχε ξυπνήσει και τον κοίταζε. «Δε σε ξέρω και δεν έχω τίποτε να σου συγχωρήσω», είπε ο βασιλιάς. «Εσύ δε µε ξέρεις, αλλά εγώ σε ξέρω. Είµαι αυτός ο εχθρός σου που ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση από σένα, γιατί εκτέλεσες τον αδελφό του και κατάσχεσες την περιουσία του. Ήξερα πως είχες πάει µόνος σου να δεις τον ερηµίτη και αποφάσισα να σε σκοτώσω στην επιστροφή. Αλλά πέρασε η ηµέρα και δεν γύρισες. 

Έτσι βγήκα απ’ την ενέδρα µου και έπεσα στους φρουρούς σου και αυτοί µε αναγνώρισαν και µε τραυµάτισαν. Τους ξέφυγα, αλλά θα είχα πεθάνει απ’την αιµορραγία, αν εσύ δεν είχες φροντίσει το τραύµα µου. Εγώ ήθελα να σε σκοτώσω κι εσύ µου έσωσες την ζωή. Τώρα, αν ζήσω, κι αν το θέλεις κι εσύ, θα σε υπηρετήσω σαν ο πιο πιστός σου σκλάβος και θα ζητήσω απ’ τους γιους µου να κάνουν το ίδιο. Συγχώρεσέ µε».

Ο βασιλιάς ήταν πολύ ευχαριστηµένος που είχε συµφιλιωθεί τόσο εύκολα µε τον εχθρό του και που είχε κάνει ένα φίλο και όχι µόνο τον συγχώρεσε, αλλά είπε ότι θα έστελνε τους υπηρέτες του και το προσωπικό του γιατρό να τον φροντίσουν και υποσχέθηκε να του ξαναδώσει την περιουσία του. 

Αφού έφυγε απ’τον πληγωµένο ο βασιλιάς, πήγε έξω στον εξώστη και κοίταξε τριγύρω να βρει τον ερηµίτη. Ήθελε πριν φύγει, να τον παρακαλέσει ακόµη µια φορά να απαντήσει στα ερωτήµατα που του είχε κάνει. Ο ερηµίτης ήταν έξω γονατισµένος και φύτευε σπόρους στ’ αυλάκια που ‘χαν σκαφτεί την προηγούµενη µέρα.

Ο βασιλιάς τον πλησίασε και του είπε:

«Για τελευταία φορά σε παρακαλώ απάντησε στα ερωτήµατά µου, σοφέ άνθρωπε».

«Μα έχουν ήδη απαντηθεί»,  είπε ο ερηµίτης, σκύβοντας ακόµα στ’ αδύνατα πόδια του και κοιτάζοντας προς το βασιλιά που στεκόταν µπροστά του.

«Πως απαντήθηκαν; Τι εννοείς;», είπε ο βασιλιάς.

«Δε βλέπεις;», απάντησε ο ερηµίτης. «Αν δεν είχε λυπηθεί χθες την αδυναµία µου και δεν είχες σκάψει για µένα τ’ αυλάκια, αλλά είχες φύγει, αυτός ο άνθρωπος θα σου είχε επιτεθεί και θα είχες µετανοιώσει που δεν έµεινες µαζί µου.

Έτσι η πιο σπουδαία στιγµή ήταν όταν έσκαβες τ’αυλάκια, κι εγώ ήµουν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος και το να µου κάνεις καλό ήταν η πιο σπουδαία δουλειά. Ύστερα, όταν αυτός ο άνθρωπος ήρθε σε µας, η πιο σπουδαία στιγµή ήταν όταν τον φρόντιζες, γιατί αν δεν είχες δέσει το τραύµα του, θα πέθαινε χωρίς να συµφιλιωθεί µαζί σου. 

Έτσι αυτό ήταν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος και αυτό που έκανες γι’ αυτόν ήταν η πιο σπουδαία δουλειά. Να θυµάσαι λοιπόν: Υπάρχει µόνο µία στιγµή που είναι η πιο σπουδαία, το παρόν. Είναι η πιο σπουδαία στιγµή, γιατί είναι η µόνη πάνω στην οποία έχεις κάποια δύναµη. 

Ο πιο αναγκαίος άνθρωπος είναι αυτός µαζί µε τον οποίο βρίσκεσαι, γιατί κανένας άνθρωπος δεν ξέρει αν θα έχει ποτέ πάρε- δώσε µε κάποιον άλλο. Και το πιο σπουδαίο πράγµα είναι να του κάνεις καλό, γιατί µόνο γι’αυτό το σκοπό έχεις έλθει σ’αυτόν τον κόσµο!»

Τώρα λοιπόν βλέπεις ότι πρέπει να τρέχεις συνεχώς για να παραµένεις στην ίδια θέση. Αν θέλεις να πας κάπου αλλού θα πρέπει να τρέχεις τουλάχιστον δύο φορές περισσότερο…

Ὁ Λέων Τολστόι (Лев Николаевич Толстой – Λέφ  Νικολάιεβιτς Τολστόι) ἦταν Ρῶσος συγγραφέας, δοκιμοιογράφος καὶ φιλόσοφος· ἔγραψε τὴν μικρὴ διήγηση «Τὰ τρία ἐρωτήματα» τὸ 1885


Το είδαμε εδώ

Περί Ανθρώπινης Βλακείας, του CIPOLLA CARLO

CIPOLLA CARLO

“Δύο πράγματα είναι ατελείωτα: το σύμπαν και η βλακεία του ανθρώπου, όμως για το σύμπαν δεν είμαι ακόμα σίγουρος”. (Είπε ο Αϊνστάιν περιγράφοντας θαυμάσια τον εαυτό του.) Το θέμα της βλακείας ερευνήθηκε από στατιστικής πλευράς σε μεγάλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και εντόπισε το ίδιο ακριβώς ποσοστό «βλακών» ανάμεσα στις καθαρίστριες, τους διοικητικούς υπαλλήλους, τους φοιτητές και τους καθηγητές. Προφανώς, αν η έρευνα στρεφόταν και προς τους ίδιους τους ερευνητές θα ανακάλυπταν και το δικό τους ποσοστό ηλιθίων. Άρα βλάκες υπάρχουν παντού. Από που προέρχεται όμως η βλακεία;

Α . Η «Προέλευση των Βλακών». Στην αυγή της ιστορίας, στα πρώτα βήματα του ανθρώπου ως είδος ο αγώνας για επιβίωση υπήρξε ανελέητος. Ο πανίσχυρος νόμος της Φυσικής επιλογής εξαφάνιζε χιλιάδες είδη που δεν κατόρθωναν να επιζήσουν (το 99,9% όλων των ειδών που υπήρξαν ποτέ έχουν εξαφανιστεί). Και οι ανθρώπινες φυλές που χάθηκαν από διάφορες αιτίες είναι αναρίθμητες. Κυρίως αφανίστηκαν από τον συνεχή μεταξύ τους ανταγωνισμό και τις άγριες συγκρούσεις : «Η πάλη της επιβίωσης ανάμεσα σε έμβια του ίδιου είδους είναι απείρως σκληρότερη αφού συχνάζουν στις ίδιες περιοχές και αναζητούν την ίδια τροφή» (Δαρβίνος). Αυτοί που κυριάρχησαν δεν ήταν οι πιο μπρατσωμένοι αλλά οι πιο έξυπνοι και επιδέξιοι, που με τη σειρά τους κληροδότησαν αυτές τις ιδιότητες στους απογόνους τους. Δίχως αυτό το διαρκές μακελειό και αλληλοφάγωμα θα ήταν αδύνατον να φτάσει ο άνθρωπος στο σημερινό επίπεδο ευφυΐας και πολιτισμού.

Πριν από 30.000 χρόνια περίπου, μια μεγαλειώδης βιολογική έκρηξη στην κρανιακή κάψα του δίποδου ζώου που λέγεται άνθρωπος , ένα νοητικό Big Bang, του άνοιξε τα παράθυρα στον μετωπικό φλοιό (νεοφλοιός), εκεί που είναι η έδρα της σκέψης και του αναστοχασμού. Αυτό ήταν και το τελευταίο του μεγάλο και αποφασιστικό απόκτημα. Ο άνθρωπος κυριολεκτικά «άλλαξε μυαλά».Το μέγεθος και οι αυλακώσεις του εγκεφάλου που χώρισαν τους ανθρώπους από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο χωρίζουν και τους ίδιους ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, φύλου, πλούτου, σπουδών, ιδεολογίας και άλλων ταξικών διακρίσεων σε δύο βασικές κατηγορίες: στους ΕΞΥΠΝΟΥΣ και στους ΒΛΑΚΕΣ. Αν και η μεταξύ τους διάκριση δεν είναι δύσκολη, όσοι ανήκουν στην πρώτη κατηγορία δεν το λένε και όσοι ανήκουν στη δεύτερη δεν το ξέρουν.

Β . Οι Βλάκες & Οι  Έξυπνοι.Οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, η επίδρασή τους όμως επάνω μας είναι ανάλογη με την κοινωνική ισχύ που διαθέτουν. Διαφορετικά, λόγου χάρη, αισθανόμαστε τη βλακεία ενός πολιτικού ή ενός επιχειρηματία από την ηλιθιότητα ενός αγρότη ή εργάτη. Εν πάση περιπτώσει, η αρνητική αυτή ιδιότητα ενδημεί σε όλες τις εποχές και σε όλους τους λαούς, είναι δε αδύνατο να εξαλειφθεί εξαιτίας της μοναδικής ικανότητας των βλακών να συσπειρώνονται και να επιβιώνουν, κάθε φορά που οι κοινωνίες κάνουν προσπάθειες να τους θέσουν στο περιθώριο.

Τι εννοούμε όμως με τη λέξη «βλακεία»; Η έννοια, αν και είναι ενστικτωδώς γνωστή σε όλους, μοιάζει να ξεφεύγει από οποιονδήποτε θεωρητικό ορισμό. Δεν είναι απλώς το αντίθετο της εξυπνάδας, γιατί υπάρχουν έξυπνοι άνθρωποι που, κάποιες φορές, συμπεριφέρονται σαν βλάκες. Ο μοναδικός που κατάφερε να δώσει έναν πειστικό ορισμό στη βλακεία ήταν, το 1988, ο ιστορικός και οικονομολόγος Κάρλο Τσιπόλα: «Βλάκας είναι αυτός που με τις ενέργειές του προκαλεί ζημιά σε κάποιον άλλο, αλλά παράλληλα δεν πετυχαίνει κάποιο πλεονέκτημα για τον εαυτό του ή ακόμα υφίσταται ζημιά και ο ίδιος.»

«Η ζωή μας είναι γεμάτη απώλειες χρήματος, χρόνου, ενέργειας, ησυχίας και καλής διάθεσης, λόγω των απίθανων πράξεων κάποιου παράλογου πλάσματος που μας τυχαίνει τις πιο απρόσμενες στιγμές και ζημιώνει, ακυρώνει και δυσκολεύει τη ζωή μας, χωρίς να έχει απολύτως τίποτα να κερδίσει από τις πράξεις του». Ένα πράγμα είναι λοιπόν ξεκάθαρο: η βλακεία έχει μια ευκρινή κλίση να μετασχηματίζεται σε πράξεις, και αυτό την καθιστά επικίνδυνη.Η δε προαναφερθείσα μοναδική ικανότητα των βλακών να συσπειρώνονται και να επιβιώνουν την καθιστά ανίκητη.

Οι πέντε θεμελιώδεις νόμοι της ανθρώπινης βλακείας:

>1.Πάντα και αναπόφευκτα ο καθένας από μας υποτιμά τον αριθμό των ηλίθιων ατόμων που κυκλοφορούν.

>2. Η πιθανότητα να είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ηλίθιο είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό του ίδιου προσώπου.

>3. Ηλίθιο άτομο είναι εκείνο που προκαλεί κάποια βλάβη σ’ ένα άλλο άτοµο ή οµάδα ατόµων, χωρίς παράλληλα να εξασφαλίζει κανένα όφελος για τον εαυτό του, αντιθέτως μπορεί να υφίσταται και ο ίδιος ζημιά.

>4. Τα μη ηλίθια άτομα υποτιμούν πάντα τη βλαπτική ενέργεια των ηλίθιων ατόμων. Ιδίως οι μη ηλίθιοι ξεχνούν διαρκώς ότι σε οποιαδήποτε στιγμή και τόπο και σε οποιαδήποτε περίσταση η συναναστροφή και/ή ο συγχρωτισμός με ηλίθια άτομα αποδεικνύεται ασφαλώς ένα σοβαρότατο σφάλμα.

>5. Το ηλίθιο άτομο είναι ο πιο επικίνδυνος τύπος που υπάρχει.

Οι μη ηλίθιοι έχουν την τάση να ΜΗΝ λαμβάνουν σοβαρά υπ όψιν τους τις ενέργειες των ηλιθίων και να τις γελοιοποιούν βλέποντάς τες ως συμβάντα που «βγάζουν γέλιο» ή ως ανέκδοτα» .Όταν όμως γελάμε με τη βλακεία, μπορούμε να την κάνουμε «συμπαθητική» και συνεπώς να την υποτιμήσουμε περαιτέρω. Αν και στην τέχνη ο βλάκας είναι (εντελώς ?) αναγνωρίσιμος, δεν ισχύει το ίδιο για την αληθινή ζωή. Έχει βασική σημασία να συνειδητοποιήσουμε περί τίνος πρόκειται, για να μπορέσουμε να ελέγξουμε καλύτερα τις συνέπειες. Δε θα μπορέσουμε ποτέ να τη νικήσουμε ολοκληρωτικά, όμως τα αποτελέσματά της μπορούν να είναι λιγότερο βαριά αν καταλάβουμε πώς λειτουργεί. Άλλωστε η βλακεία έχει τρία χαρακτηριστικά.

>1) Η βλακεία είναι ασυναίσθητη και υποτροπιάζει. «Ο κίνδυνος της βλακείας προέρχεται από τον βλάκα που δεν ξέρει ότι είναι βλάκας».  Αυτό δίνει μεγαλύτερη δύναμη και αποτελεσματικότητα στην καταστρεπτική δράση της. Ο βλάκας δε γνωρίζει τα όριά του, παραμένει προσκολλημένος στις πεποιθήσεις του και δεν ξέρει πώς να αλλάξει, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνει επ’ άπειρον τα ίδια λάθη. Σε κλινικό επίπεδο, η βλακεία είναι η χειρότερη ασθένεια, γιατί είναι αθεράπευτη. Ο βλάκας έχει την τάση να επαναλαμβάνει πάντα την ίδια συμπεριφορά, γιατί δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη ζημιά που προκαλεί και συνεπώς δεν μπορεί να αυτοδιορθωθεί. Αυτός είναι και ο ορισμός της Σχιζοφρένειας, “η επανάληψη της βλακείας”.

>2) Η βλακεία είναι μεταδοτική. Το πλήθος, δηλαδή, συμπεριφέρεται με περισσότερο βλακώδη τρόπο από τα μεμονωμένα άτομα που το συνθέτουν. Αυτό εξηγεί γιατί ολόκληροι λαοί (όπως η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία) μπορούν εύκολα να χειραγωγηθούν, ώστε να επιδιώκουν τρελούς σκοπούς. Αυτό το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα γνωστό στην ψυχολογία. Η συναισθηματική μετάδοση, που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ομάδας, μειώνει την κριτική ικανότητα. Παρατηρείται τότε η «πόλωση της λήψης αποφάσεων»: επιλέγεται η πιο απλή λύση,που συνήθως είναι και η λιγότερο έξυπνη.

> 3) Εκτός από το πλήθος, υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που γιγαντώνει τη βλακεία: η εξουσία. «Η εξουσία αποβλακώνει», έγραψε ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε. Τα άτομα που έχουν εξουσία τείνουν να πιστεύουν ότι, ακριβώς επειδή έχουν εξουσία, είναι οι καλύτεροι, οι πιο ικανοί, οι πιο έξυπνοι, οι πιο σοφοί από όλη την ανθρωπότητα. Εξάλλου, περιστοιχίζονται από αυλικούς, οπαδούς και κερδοσκόπους, που ενισχύουν διαρκώς αυτή την ψευδαίσθηση. Με αυτό τον τρόπο όποιος βρίσκεται στην εξουσία καταλήγει να διαπράττει κατά γενική ομολογία τις μεγαλύτερες ανοησίες.

Άλλωστε η εξουσία (πολιτική, οικονομική ή γραφειοκρατική) αυξάνει κατακόρυφα την καταστρεπτική δύναμη ενός βλάκα. Η ιστορία βρίθει περιστατικών με συγκλονιστικά λάθη εκτίμησης. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ στις 14 Ιουλίου του 1789 (την ημέρα της κατάληψης της Βαστίλης, το γεγονός με το οποίο ξεκίνησε η Γαλλική Επανάσταση) σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Σήμερα τίποτα καινούριο». Η ίδια ανόητη αίσθηση του ανίκητου ίσως οδήγησε τον Τζορτζ Άρμστρογκ Κάστερ να επιτεθεί στους Ινδιάνους της Μοντάνα το 1876 (κοντά στον πύργο Λιτλ Μπιγκ Χορν εκατοντάδες άντρες του αμερικανικού στρατού κατασφάχτηκαν από τη συμμαχία των Ινδιάνων Σιου με τους Σεγιέν) ή τον Ναπολέοντα να εισβάλει στη Ρωσία το χειμώνα του 1812 (κατά τη διάρκεια του οποίου η Μεγάλη Στρατιά της Γαλλίας αποδεκατίστηκε από το κρύο και την ανέχεια). Χωρίς να υπολογίσουμε τις –προβλεπόμενες– πανωλεθρίες στο Βιετνάμ και το σημερινό Ιράκ. ..και την Λιβύη, την Αίγυπτο, την Συρία και πάει λέγοντας.

Η βλακεία επίσης δεν έχει κοινωνική τάξη. Την συναντάς παντού. Όμως όσο πιο ισχυρό είναι ένα άτομο, όσο μεγαλύτερη εξουσία έχει κοινωνικά τόσο πιο επικίνδυνο μπορεί να αποδειχθεί. «Ηλίθιους συναντά κάποιος και μεταξύ γραφειοκρατών, πολιτικών, στρατηγών ή ιερωμένων. Οι εκλογές είναι ένας πολύ αποτελεσματικός θεσμός, ο οποίος εξασφαλίζει τη διατήρηση σταθερού ποσοστού ηλιθίων ανάμεσα στους ισχυρούς».Εύλογα λοιπόν γεννιέται το ερώτημα για το αν υπάρχει τρόπος να απαλλαχτούμε από την παγκόσμια βλακεία.

«Όχι, δεν υπάρχει. Γιατί δεν έχει αναπτυχθεί καμιά λογική μέθοδος που να προβλέπει με ακρίβεια το πώς, το πότε και το γιατί θα χτυπήσει, ένα ηλίθιο πλάσμα. Ενώ οι πράξεις του κακού είναι κατά κάποιον τρόπο προβλέψιμες και αποτρέψιμες, οι πράξεις του ηλίθιου είναι απολύτως απρόβλεπτες. Ο ηλίθιος, με το χαμόγελο στα χείλη, με πλήρη φυσικότητα, χωρίς καμιά πρόθεση, τύψεις, και αιτία, θα εμφανιστεί ξαφνικά και θα καταστρέψει όλα σου τα σχέδια – και θα το κάνει από καθαρή βλακεία».

Γ. Η χρησιμότητα των Βλακών. Απ όλα όσα έχουμε αναφέρει μέχρι στιγμής εύκολα συνάγεται ότι η βλακεία είναι επικίνδυνη, καταστρεπτική και πιθανόν ανίκητη. Γιατί κανείς όμως δεν έχει κάνει έστω και το παραμικρό εναντίον της; Απ όσο ξέρω καμιά μελέτη στον κόσμο δεν ασχολείται με το πρόβλημα, κανένα ιατρικό ερευνητικό κέντρο δεν αναζητά τα αίτια ή την θεραπεία της. Μήπως κατά κάποιο τρόπο η βλακεία και οι φορείς της είναι κοινωνικά χρήσιμοι; Ναι σε μια κοινωνία βλάκων, οι βλάκες φυσικά και είναι χρήσιμοι, με τους  έξυπνους, συνήθως, να είναι αντικοινωνικοί.

Το είδαμε εδώ


Lisa Bu: Πώς τα βιβλία μπορούν ν' ανοίξουν το μυαλό μας


Τι συμβαίνει όταν ένα όνειρο που είχατε από παιδιά δεν πραγματοποιείται; Καθώς η Λίζα Μπου προσαρμόστηκε σε μια νέα ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες, στράφηκε στα βιβλία για να διευρύνει το μυαλό της και να δημιουργήσει ένα νέο μονοπάτι για την ίδια. Σ' αυτήν την υπέροχη, προσωπική ομιλία για τη μαγεία των βιβλίων, μοιράζεται τη μοναδική της προσέγγιση για την ανάγνωση.

Δείτε το Video:



Το είδαμε εδώ

Η Δασκάλα


Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της την Ε' δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η νέα Δασκάλα του σχολείου, η κυρία Τζοβάνα είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο. Ότι όλοι τους ήταν καλά παιδιά. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ένα παιδί ήταν διαφορετικό και της προξενούσε απέχθεια.


Κάπου στο βάθος,  μόνο του, με χαμηλωμένο το κεφάλι ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μανούσος. Ο Μανούσος δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Ήταν παραμελημένος με τσαλακωμένα πάντα ρούχα. Ανέδιδε διάφορες οσμές, σημάδι ότι χρειαζόταν μπάνιο. Δεν μιλούσε ποτέ, δεν απαντούσε στις ερωτήσεις. Η πρώτη σκέψη της Δασκάλας ήταν «Τι μπελάς μου φορτώθηκε φέτος. Αυτό το χαζό παιδί μου χαλάει την αρμονία της τάξης. Τι μου το φέρανε εδώ; Άντε τώρα, εγώ πρέπει να κανονίζω να πάει σε κανένα ίδρυμα.»

Φερόταν όσο μπορούσε καλύτερα στο Μανούσο επιστρατεύοντας το ψεύτικο χαμόγελο και την υπομονή της. Αλλά αυτός ποτέ δεν μιλούσε. Η Τζοβάνα το αποφάσισε, δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο. Ο Μανούσος έπρεπε να φύγει από τη τάξη της. Με αυτό το σκοπό λοιπόν, θα έπρεπε να συντάξει τα απαραίτητα έγγραφα για το μπελά που την βρήκε, για να καλέσει την κοινωνική υπηρεσία να τον πάνε κάπου αλλού. Μία συγκεκριμένη παράγραφος της αναφοράς ζητούσε το ιστορικό του μαθητή. «Ω Θεέ μου, πρέπει να κοιτάξω και τον ατομικό φάκελο και όλα τα χαρτιά αυτού του χαζού. Αυτό σημαίνει ότι ένα απόγευμα πρέπει να το χαραμίσω για αυτόν. Τι να κάνω, αφού είναι για το καλό της τάξης και τη δική μου ψυχική ηρεμία θα πρέπει να το κάνω.»

Ένα απόγευμα λοιπόν αποφάσισε να κάνει αυτή την  αγγαρεία. Σε ένα σκονισμένο αρχείο, μπόρεσε και βρήκε την πρώτη αναφορά. Η δασκάλα της Α' δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος είναι ένα φωτεινό παιδί, πανέξυπνο, με έτοιμο πάντα το χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα, και έχει καλούς τρόπους. Είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».

Με περιέργεια έψαχνε να βρει τη δεύτερη αναφορά. Σε μία ντουλάπα βρέθηκε. Η δασκάλα της Β' δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος είναι άριστος μαθητής. Αγαπητός από τους συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξ αιτίας της μητέρας του, που έχει μια ανίατη ασθένεια, η ζωή στο σπίτι θα είναι δύσκολη».

Με αγωνία έψαχνε τη τρίτη αναφορά. Θα υπήρχε άραγε; Σε ένα άσχετο φάκελο, τελικά βρέθηκε. Η δασκάλα της Γ' δημοτικού έγραφε: «Η μητέρα του δεν έχει επαφή με τη πραγματικότητα εδώ και μήνες στο νοσοκομείο, ο πατέρας του είναι χαμένος, ο Μανούσος ώρες – ώρες κοιτάζει απόμακρα το ταβάνι και δεν δείχνει το ίδιο ενδιαφέρον να κάνει τις σχολικές του εργασίες όπως και παλαιότερα. Του φέρομαι με επιείκεια και προσπαθώ να μην τον ζορίζω».

Η Τζοβάνα έψαχνε σε όλο το αρχείο για τη τέταρτη αναφορά, πέταγε τους φακέλους στο πάτωμα, δεν την ενδιέφερε πια να κρατήσει καμία ταξινόμηση σε αυτό το άθλιο αρχείο. Κάπου τελικά σε αυτό το χάος βρέθηκε και η τέταρτη αναφορά. Η δασκάλα της Δ' δημοτικού έγραφε: «Ο Μανούσος έχασε τη μητέρα του και ο πατέρας του πίνει. Ο Μανούσος έκλαιγε συχνά και έλεγε: «Που είναι η μανούλα μου; Που είναι η μανούλα μου;» συνεχώς. Του εξηγήθηκε πως έχει η κατάσταση αλλά δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει. Δεν δείχνει πια ενδιαφέρον για το σχολείο.»

Η κυρία Τζοβάνα τακτοποίησε όπως-όπως (δηλαδή όπως ακριβώς το βρήκε) το ανάστατο αρχείο και πήγε σπίτι της. Έσκισε τα χαρτιά αποπομπής του Μανούσου που ετοίμαζε. Εκείνο το βράδυ αισθανόταν περισσότερο ζωντανή από ότι συνήθως, αλλά και πολύ μα πολύ πιο μόνη. Αναρωτήθηκε τι αληθινή χρησιμότητα είχε το να μαθαίνει γραφή, ανάγνωση και αριθμητική στα παιδιά.

Την επόμενη μέρα, στο διάλλειμα, όλα τα παιδιά βγήκαν για να παίξουν. Όλα εκτός από το διαφορετικό παιδί. «Μανούσο, του είπε, η μανούλα σου πήγε στον ουρανό, αλλά αν σου λείπει, μπορείς να θεωρείς εμένα σαν μανούλα σου από εδώ και πέρα.» Αγκάλιασε με δύναμη το παιδί. Ο Μανούσος δεν είπε τίποτα.

Από εκείνη τη μέρα η κυρία Τζοβάνα συνειδητά, δεν αγαπούσε το ίδιο όλα τα παιδιά της τάξης της. Ένα από τα παιδιά το αγαπούσε περισσότερο, το θεωρούσε πια δικό της και δεν έχανε ευκαιρία να το δείξει. Του μιλούσε πια όπως ακριβώς και στα υπόλοιπα, το κράταγε μία ώρα παραπάνω για να του μαθαίνει νέα πράγματα, του αγόραζε πράγματα, το πήγαινε με τα πόδια μέχρι το σπίτι του, του έκανε μπάνιο, του σιδέρωνε τα ρούχα σε ένα σπίτι όπου ο πατέρας έλειπε, και οι γειτόνισσες πότε η μια, πότε η άλλη φέρναν φαγητό.

Σιγά-σιγά το παιδί αντιδρούσε και ξαναγινόταν ομιλητικό και ζωντανό. Ενδιαφερόταν και πάλι για τα μαθήματά του. Στο τέλος της χρονιάς ήταν έθιμο οι γονείς των παιδιών  να δίνουν ένα δώρο στη Δασκάλα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, και η Δασκάλα τα άνοιγε με ευχαρίστηση και όλα τα παιδιά χειροκροτούσανε για το κάθε δώρο, το οποίο το κάθε ένα συναγωνιζότανε το άλλο. Αφού τελείωσε η γιορτή, η κυρία Τζοβάνα πήγε το Μανούσο στο σπίτι για τελευταία φορά. Ένας θείος του θα τον έπαιρνε μακριά, για πάντα.

Η κυρία Τζοβάνα φίλησε το Μανούσο για τελευταία φορά. Το παιδί, δειλά, της έδωσε κάτι που είχε τυλιγμένο σε μία χαρτοσακούλα του μανάβη. Ακολούθησαν οι αποχαιρετισμοί και οι ευχαριστίες των συγγενών. Η κυρία Τζοβάνα θυμήθηκε το πακετάκι μόνο αφού έφτασε σπίτι της. Το άνοιξε και βρήκε μέσα ένα βραχιόλι, τίποτα ιδιαίτερο, ένα φτηνό χιλιοφορεμένο βραχιόλι που λείπανε μερικές χάντρες του και ένα χρησιμοποιημένο (είχε λιγότερο από το μισό) μπουκαλάκι παλιομοδίτικο άρωμα. Και μία καρτούλα ζωγραφισμένη. Ήταν η παιδική ζωγραφιά μιας δασκάλας, που η κυρία Τζοβάνα αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά της και μία επιγραφή: «Η μανούλα μου».

Από τότε κάθε χρόνο, στο τέλος της χρονιάς, η κυρία Τζοβάνα λάμβανε μία κάρτα από το Μανούσο. Κάποιες φορές με φωτογραφία, με τα νέα του να της λέει τους βαθμούς του στο Λύκειο, στο Πανεπιστήμιο. Άλλες φορές νέα από τα ταξίδια του, και δώρα, γιατί πια ο Μανούσος είχε γίνει ένας σπουδαίος επιστήμονας.

Μία χρονιά όμως, το γράμμα ήταν διαφορετικό. Ήταν προσκλητήριο γάμου και αεροπορικά εισιτήρια για έναν μακρινό προορισμό στο εξωτερικό. Η κυρία Τζοβάνα μεγάλη πια έφτασε στη πολυτελή δεξίωση του γάμου. Ο σερβιτόρος που ήταν στην είσοδο, της έκανε ιδιαίτερες φιλοφρονήσεις. «Oh, Welcome Mrs. Johanna» και την οδήγησε στο πιο ξεχωριστό τραπέζι. Η κυρία Τζοβάνα ένιωσε κάπως άβολα εκεί. Δεν είχε και κανέναν γνωστό να μιλήσει.

Κάποια στιγμή μπήκε ο γαμπρός με μία επίσημη ενδυμασία. Ήταν φανερό ότι ο Μανούσος ήταν πια ένα σημαίνον πρόσωπο της κοινωνίας εκεί. Από όλους τους ανθρώπους που τον περιτριγύριζαν αυτός ξεχώρισε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο την κ. Τζοβάνα. Την αποκάλεσε με σεβασμό μητέρα και την έπιασε αγκαζέ για να προχωρήσουν για τη τελετή.

«Εσύ ήσουν η πιο ξεχωριστή μου δασκάλα, γιατί με έκανες ικανό να γίνω ένας καλός μαθητής» - «Εσύ ήσουν ο πιο ξεχωριστός μου μαθητής, γιατί με έκανες να γίνω δασκάλα» του απάντησε η δασκάλα που φορούσε ένα χιλιοφορεμένο φτηνό βραχιόλι και ένα ξεχασμένο πια, παλιομοδίτικο άρωμα.


Βασισμένο στην ομώνυμη ιστορία που βρέθηκε αναρτημένη στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης της ΙΑΣΩ - ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΖΩΗ - ΒΟΛΟΣ

Η εικόνα λήφθηκε από: www.astrosparalio.gr

Το είδαμε εδώ        

Ένα απόσπασμα από διήγημα του Α. Τσέχοφ που αξίζει να διαβάσετε…


To παρακάτω είναι απόσπασμα από διήγημα του Αντόν Τσεχωφ. Εκπληκτικό πόσα διαμάντια για το σήμερα ανακαλύπτει κανείς διαβάζοντας.

Επίκαιρο όσο ποτέ !!!!

Tις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.

- Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα ‘χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν…
Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα…
- Για σαράντα.
- Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες… Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ…
- Δύο μήνες και πέντε μέρες…
- Δύο μήνες ακριβώς… Το ‘χω σημειώσει… Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές… δε δουλεύετε τις Κυριακές.
Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές…

Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.

- Τρεις γιορτές… μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα… Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα… Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες… Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό… Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν… Χμ! σαράντα ένα ρούβλια… Σωστά;

Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακκόκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.

- Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του… Βγάζουμε δύο ρούβλια… Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει… Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του… Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια… Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να ‘χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι’ αυτό σε πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια…
- Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα, μουρμούρισε η Ιουλία.
- Το ‘χω σημειώσει!
- Καλά…
- Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.

Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!

- Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε…Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.

- Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου!Τρία… τρία, τρία…. ένα και ένα… Πάρ’ τα…

Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.

- Ευχαριστώ, ψιθύρισε.

Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.

- Και γιατί με ευχαριστείς;
- Για τα χρήματα.
- Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
- Οι άλλοι δε μου ‘διναν τίποτα!…
- Δε σου ‘διναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ’ αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;

Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.

Το είδαμε εδώ