Γιατί η μεγαλοπρέπεια του Bogart πρέπει να είναι παράδειγμα για τους σημερινούς άντρες.
Δεν είναι απλώς μια καλή κλασική ταινία που λες «την έχω δει» απλώς για να πεις ότι την είδες. Δεν είναι μια ιστορία αγάπης σαν όλα τα love story που βαρέθηκες να ακούς, να βλέπεις, πόσο μάλλον να ζεις. Οι συντελεστές μπορεί να μοιάζουν, η ουσία όμως όχι. Διότι έχει όλα τα συστατικά εκείνα για να σε κάνουν να τη λατρέψεις. Να ζήσεις την αγωνία της. Να περιμένεις να γίνει το αυτονόητο –κλασικό happy end- και τελικά να πραγματοποιείται το απροσδόκητο.
Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν αλλά η ασπρόμαυρη ταινία-σταθμός του Hollywood παραδίδει ακόμα μαθήματα του πώς από μία ιστορία έρωτα και απογοήτευσης βγαίνει ένα δράμα που όλοι οι άντρες – ακόμα και οι σκληρόπετσοι- που σέβονται τον εαυτό τους οφείλουν να δουν. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που θα ταυτίζονται με το εσωτερικό χάος του αξεπέραστου Humphrey Bogart.
Διότι ο Bogart - a.k.a. Rick Blaine - δεν είναι απλώς ένας στυλάτος πρωταγωνιστής που πέρασε από την ασπρόμαυρη οθόνη, με γοητεία, λεφτά και σιγουριά μεγαλύτερη και από τα τρίποντα του Steph Curry. Ο χαρακτήρας του είναι μια φιγούρα που ουσιαστικά γέννησε πολλούς μυστήριους και σκοτεινούς ήρωες του σήμερα. Εκείνους που πίσω από την σκληράδα, το παγερό βλέμμα και την ανάγκη για επιτυχία κρύβουν ένα μεγάλο μυστικό.
Μια απογοήτευση που τους διέλυσε την καρδιά και χρειάστηκε να αλλάξουν, ή τουλάχιστον να βάλουν στην άκρη το πραγματικό τους πρόσωπο προκειμένου να μην την αντιμετωπίσουν και σταδιακά να την ξεχάσουν. Ακόμα και αν χρειαστεί να φτάσουν μέχρι «Rick’s Café Americain» της μακρινής Casablanca.
Ο Rick από την αρχή της ταινίας δείχνει ο τύπος που δεν μασάει. Έχει πάντα έτοιμη απάντηση και κυρίως καμία διάθεση να γίνει αρεστός. Κανένα συναίσθημα. Τίποτα. Στυγερός και απόλυτος. Όλα αυτά βέβαια μέχρι να μπει στο μαγαζί του η Ingrid Bergman - a.k.a. Ilsa Lund, ο παλιός του έρωτας - παρέα με τον παγκοσμίου φήμης αντιστασιακό σύντροφό της Victor Laszlo και έρθουν όλα τούμπα. Η ταινία επιτέλους αρχίζει.
Ο μέχρι τότε άτρωτος, ετοιμόλογος Rick χάνει τη μιλιά του. Γίνεται τρωτός, ένας κοινός θνητός. Και εκεί είναι που γίνεσαι ένα μαζί του. Ζεις το δράμα του. Προσπαθείς παρέα του να ξεχάσεις την Ίγκριντ (Ίλσα στην ταινία). Να δώσεις μια καλύτερη απάντηση από αυτόν.
Να αντιμετωπίσεις τους μεγαλύτερους φόβους σου, όπως εκείνος το τραγούδι τους «Time Goes By». Να αναθεματίσεις μαζί του που από όλα τα μπαρ του κόσμου, εκείνη μπήκε στο δικό του. Λες και βλέπεις ταινία του Παπακαλιάτη το ‘χε η μοίρα να βρεθούν.
Από εκεί κι έπειτα ότι κάνει ο ήρωας γράφεται στην ιστορία. Από τη μια οι ψυχροί χειρισμοί του απέναντι στην επιθυμία του για την Ilsa, ο κίνδυνος να τινάξει τη ζωή του στον αέρα για να τη σώσει (μαζί με τον boyfriend) και τελικώς οι αθάνατες ατάκες του που άφησαν εποχή. «Play it Again Sam», «Here’s looking at you kid», «This is the beginning of a beautiful friendship» και κυρίως το μότο του απαγορευμένου έρωτα «We will always have Paris».
Είναι η στιγμή που ο ίδιος ο Rick σε βγάζει από μέσα του. Ο θνητός που γίνεται ξανά θεότητα. Εκεί που η καρδιά γίνεται ένα με το μυαλό και τη λογική. Όταν κάνει αυτό που καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ φαινόταν ανήκουστο. Να πει ένα τεράστιο «όχι» στον έρωτά του. Στο απίστευτο πάθος και την ανάγκη της ψυχής του να την έχει στην αγκαλιά του. Να μην την αφήσει με τίποτα τώρα που την ξαναβρήκε αλλά αναγκάζεται να το κάνει.
Διότι για αυτό αγαπάμε τον Rick Blaine της Casablanca. Δεν τον γουστάρουμε μόνο επειδή είναι το απόλυτο είδωλο του στυλ. Και όχι, δεν τον πάμε μόνο επειδή έχει το απόλυτο βλέμμα και το κρύο αίμα πίσω από κάθε κατάσταση. Διότι ακόμα και αυτός έχει τα ερεθίσματά του. Διότι ακόμα και αυτός, με την καρδιά σκέτο τσιμεντόλιθο έχει αξίες ανθρώπινες. Και γιατί έστω και για αυτά τα 142 λεπτά της ταινίας του '42, νιώθεις πως υπάρχει μια διαρκής σύνδεση προς τον τύπο. Μια μόνιμη έλξη. Είτε του μοιάζεις, είτε όχι. Είτε είσαι μισογύνης, είτε από ερωτική απογοήτευση.
Διότι ακόμα και ο εγωιστής στο τέλος υποτάσσεται για χάρη του ευρύτερου καλού. Είτε επειδή το κάνει για την ανθρωπότητα (λόγω του αντιστασιακού Laszlo προκειμένου να παίξει καθοριστικό ρόλο στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), είτε γιατί θυσιάζεται για να ζει καλύτερα αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία για εκείνον. Εκείνη. Η Ilsa.
Ή η κάθε Ilsa.